λάξ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] mit der Ferse, mit dem Fuße hinten ausschlagend, stoßend, λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]], Il. 6, 65. 16, 503, λὰξ ἔνθορεν, Od. 17, 233, u. milder, λὰξ ποδὶ κινήσας, Il. 10, 157 Od. 15, 44, durch einen Stoß mit dem Fuße; Theogn. 815 u. a. D.; bei B. A. 106 wird λὰξ βῆ ναι, πατῆσαι für attisch erkl.; vgl. noch Aesch. πάντα [[ταῦτα]] λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Eum. 110, wie Ch. 633; [[μηδέ]] νιν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς Eum. 513; öfter bei Sp., λὰξ κινεῖν [[πρός]] τινα, Luc. Asin. 31; sprichwörtlich πὺξ καὶ λάξ, mit Hand u. Fuß, mit allen Kräften. Viele Alte nahmen es als subst., Hesych. erkl. [[λάκτισμα]], Schol. Ap. Rh. 2, 106 ὁ ὑπὸ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδὸς [[ψόφος]] ([[τόπος]]); aber Ap. Dysc. de adv. 551, 13 verwirft diese Annahme.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] mit der Ferse, mit dem Fuße hinten ausschlagend, stoßend, λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]], Il. 6, 65. 16, 503, λὰξ ἔνθορεν, Od. 17, 233, u. milder, λὰξ ποδὶ κινήσας, Il. 10, 157 Od. 15, 44, durch einen Stoß mit dem Fuße; Theogn. 815 u. a. D.; bei B. A. 106 wird λὰξ βῆ ναι, πατῆσαι für attisch erkl.; vgl. noch Aesch. πάντα [[ταῦτα]] λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Eum. 110, wie Ch. 633; [[μηδέ]] νιν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς Eum. 513; öfter bei Sp., λὰξ κινεῖν [[πρός]] τινα, Luc. Asin. 31; sprichwörtlich πὺξ καὶ λάξ, mit Hand u. Fuß, mit allen Kräften. Viele Alte nahmen es als subst., Hesych. erkl. [[λάκτισμα]], Schol. Ap. Rh. 2, 106 ὁ ὑπὸ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδὸς [[ψόφος]] ([[τόπος]]); aber Ap. Dysc. de adv. 551, 13 verwirft diese Annahme.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec le pied : λὰξ [[ἐν]] στήθεσσι βαίνειν IL poser le pied sur la poitrine (d'un ennemi renversé) ; λὰξ πατεῖν ESCHL fouler aux pieds, mettre le pied sur qqn, piétiner sur lui.<br />'''Étymologie:''' p. *κλάξ, cf. <i>lat.</i> calx.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάξ''': ἐπίρρ. διὰ τοῦ ποδός, «τῷ πλάτει τοῦ ποδός» (Σχόλ.), λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65, πρβλ. Π. 503· οὕτω, λὰξ προσβὰς Ε. 620., Π. 863· λὰξ ποδὶ κινήσας, «τῷ πλάτει τοῦ ποδὸς νύξας καὶ διακινήσας, οὐχ ὑβριστικῶς λακτίσας» (Ἡσύχ.), Κ. 158, Ὀδ. Ο. 45· λὰξ ἔνθορεν Ρ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνειν Θέογν. 315· λὰξ ἐπίβα δήμῳ ὁ αὐτ. 847· λὰξ πατεῖσθαι (πρβλ. [[λάγδην]]), καταπατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 110, πρβλ. Χο. 644· ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτενίζειν ὁ αὐτ. εἰς Εὐμ. 540· λ. ἐπορούειν, τύπτειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 106, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. π. Ὄν. 41, κ. ἀλλ.· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[γνύξ]], πύξ, [[ὀδάξ]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λάγδην, λακ-[[τίζω]], λακπάτητος· ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι ἦτο ΚΑΛΚ, πρβλ. Λατ. calx (calc-is), calc-ar, calceus, calc-are, calc-itare· Λιθ. kul-nis (calx)· Ἀρχ. Σκανδιν. hœll).
|lstext='''λάξ''': ἐπίρρ. διὰ τοῦ ποδός, «τῷ πλάτει τοῦ ποδός» (Σχόλ.), λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65, πρβλ. Π. 503· οὕτω, λὰξ προσβὰς Ε. 620., Π. 863· λὰξ ποδὶ κινήσας, «τῷ πλάτει τοῦ ποδὸς νύξας καὶ διακινήσας, οὐχ ὑβριστικῶς λακτίσας» (Ἡσύχ.), Κ. 158, Ὀδ. Ο. 45· λὰξ ἔνθορεν Ρ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνειν Θέογν. 315· λὰξ ἐπίβα δήμῳ ὁ αὐτ. 847· λὰξ πατεῖσθαι (πρβλ. [[λάγδην]]), καταπατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 110, πρβλ. Χο. 644· ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτενίζειν ὁ αὐτ. εἰς Εὐμ. 540· λ. ἐπορούειν, τύπτειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 106, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. π. Ὄν. 41, κ. ἀλλ.· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[γνύξ]], πύξ, [[ὀδάξ]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λάγδην, λακ-[[τίζω]], λακπάτητος· ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι ἦτο ΚΑΛΚ, πρβλ. Λατ. calx (calc-is), calc-ar, calceus, calc-are, calc-itare· Λιθ. kul-nis (calx)· Ἀρχ. Σκανδιν. hœll).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec le pied : λὰξ [[ἐν]] στήθεσσι βαίνειν IL poser le pied sur la poitrine (d'un ennemi renversé) ; λὰξ πατεῖν ESCHL fouler aux pieds, mettre le pied sur qqn, piétiner sur lui.<br />'''Étymologie:''' p. *κλάξ, cf. <i>lat.</i> calx.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth