μῶνυξ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] υχος, statt [[μονῶνυξ]], einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] υχος, statt [[μονῶνυξ]], einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
}}
{{bailly
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br />dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.<br />'''Étymologie:''' p. *μονῶνυξ, de [[μόνος]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]).
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]).
}}
{{bailly
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br />dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.<br />'''Étymologie:''' p. *μονῶνυξ, de [[μόνος]], [[ὄνυξ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth