μιμέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0186.png Seite 186]] nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο [[γόον]], Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem [[παράδειγμα]] [[μᾶλλον]] αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσθαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηθέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηθησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. [[μιμητέος]], Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0186.png Seite 186]] nachahmen; H. h. Apoll. 136, Theogn. u. Folgde; μιμήσαιτο [[γόον]], Pind. P. 12, 21; γλώσσης ἀϋτἡν Φωκίδος μιμουμένω, Aesch. Ch. 557; μιμοῦ τρόπους πατρὸς δικαίου, Eur. Hel. 946; τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον, Rhes. 211; τὴν Κύπριν μιμήσομαι πάντας τρόπους, Ar. Plut. 291; Her. braucht μεμιμημένος pass., 2, 78. 86; μιμούμενοι ἑτέρους, dem [[παράδειγμα]] [[μᾶλλον]] αὐτοὶ ὄντες τινί entgegengesetzt, Thuc. 2, 37; τὰς πράξεις, Isocr. 7, 38, Dem. u. A.; τὸν Πρωτέα, Plat. Euthyd. 288 b, öfter; auch μιμήσεις πονηρὰς μιμεῖσθαι τοὺς πολεμίους, die Feinde im Schlechten nachahmen, Legg. IV, 705 c; perf. in aktivischer Bdtg, οὐ γὰρ γῆ γυναῖκα μεμίμηται Menex. 238 a, u. sonst; auch pass., τὰ πράγματα γράμμασι μεμιμημένα, Crat. 425 d (wie Ar. Lys. 159); so auch das praes., Rep. X, 604 e, u. μιμηθέν, Legg. II, 668 b; τὸ μιμηθησόμενον, Rep. X, 599 a. – Adj. verb. [[μιμητέος]], Xen. Mem. 1, 7, 2. –[Nur Greg. Naz. hat ι auch kurz gebraucht.]
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I. 1</b> imiter, acc.;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> mimer, imiter par une pantomime;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être imité.<br />'''Étymologie:''' R. Μι, imiter ; cf. <i>lat.</i> imitari, p. *mimitari.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι ([[αὐτόθι]])· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]], κατασκευάζομαι ἐντελῶς [[ὅμοιος]], ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον [[αὐτόθι]] 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, [[παριστάνω]], [[ἐκφράζω]] διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, [[παριστάνω]], ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις [[μῖμος]], [[μιμέομαι]], [[οὔτε]] παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ ([[φάντασμα]], [[γοητεία]]): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ [[μέχρι]] Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].
|lstext='''μῑμέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀόρ. ἐμιμησάμην (πρβλ. Ι. ἐν τέλ.): πρκμ. μεμίμημαι ([[αὐτόθι]])· ἀποθετ.· (ἴδε ἐν τέλει). Μιμοῦμαι, [[παριστάνω]], [[εἰκονίζω]], τι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 163, Πινδ. Π. 12. 36, Αἰσχύλ. Χο. 564· τινα Θέογν. 370, Ἡρόδ. 4. 166, Εὐρ. Ἠλ. 1037, κτλ.· μ. τινά τι, τινὰ εἴς τι, Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. μιμητέον· τινὰ κατά τι ὁ αὐτ. 2. 104, Πλάτ. Πολ. 393C· μ. τινὰ ἐπὶ τὰ αἰσχίονα, ἐπὶ τὰ γελοιότερα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παραστήσω αὐτὸν χειρότερον, γελοιότερον, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 293Ε, ἐν Φιλήβ. 40C· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μιμήσεις πονηρὰς μ. τινα, μιμεῖσθαί τινα εἰς ὅ,τι δύναται νὰ βλάψῃ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1430, Πλ. 360· ― μετοχ. πρκμ. μεμιμημένος, ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., στύλοισι φοίνικας μεμιμημένοισι, κατ’ ἀπομίμησιν τῶν φοινίκων, Ἡρόδ. 2. 169, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 10, 1· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]], κατασκευάζομαι ἐντελῶς [[ὅμοιος]], ζωγραφοῦμαι, γραφῇ Ἡρόδ. 2. 78, 86, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 23· ― ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζεται τὴν μετοχ. τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 604Ε· οὕτω, μετοχ. μέλλ. μιμηθησόμενον [[αὐτόθι]] 599Α: ἀόρ. μιμηθὲν Νόμ. 668Β. ΙΙ. ἐπὶ τῶν μιμητικῶν τεχνῶν, [[παριστάνω]], [[ἐκφράζω]] διὰ μιμήσεως, ἐπὶ ὑποκριτοῦ ἐν δράματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 291· ἐπὶ ζωγραφικῆς καὶ μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 306D· ἐπὶ ὀρχήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812C· ἐπὶ γλυπτικῆς καὶ ποιήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3, Ποιητ. 2, κἑξ.· ― ἐπὶ τῶν μίμων, [[παριστάνω]], ὑποκρίνομαι, τι Ξεν. Συμπ. 2, 21. ― Οὔτε αἱ λέξεις [[μῖμος]], [[μιμέομαι]], [[οὔτε]] παράγωγόν τι αὐτῶν ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἰλ. ἢ τῇ Ὀδ. Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται μόνον ἐνεστ. καὶ μέλλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὴν λέξιν μῖμος πρὸς τὸ Σανσκρ. mâ-yâ ([[φάντασμα]], [[γοητεία]]): τὰ Λατ. imitari, imago παράγονται πιθαν. ἐκ τῆς √ΙΜ = SIM, sim-ilis). [ῑ [[μέχρι]] Γρηγ. τοῦ Ναζ., ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1308].
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I. 1</b> imiter, acc.;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> mimer, imiter par une pantomime;<br /><b>II.</b> <i>au sens Pass.</i> être imité.<br />'''Étymologie:''' R. Μι, imiter ; cf. <i>lat.</i> imitari, p. *mimitari.
}}
}}
{{Slater
{{Slater