μεταβιβάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] hinüberführen, weg- u. anderswohin bringen, νῦν γὰρ [[δαίμων]] εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει, Ar. Pax 912; Plat. Phaedr. 262 b; τὰς ἐπιθυμίας, verändern, Gorg. 517 b; Sp.; τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην, Pol. 1, 41, 4; τὴν διήγησιν εἰς τοὺς τόπους, 3, 3, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] hinüberführen, weg- u. anderswohin bringen, νῦν γὰρ [[δαίμων]] εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει, Ar. Pax 912; Plat. Phaedr. 262 b; τὰς ἐπιθυμίας, verändern, Gorg. 517 b; Sp.; τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην, Pol. 1, 41, 4; τὴν διήγησιν εἰς τοὺς τόπους, 3, 3, 1.
}}
{{bailly
|btext=transporter, conduire, amener : ἐπιβάτας [[εἰς]] ναῦν XÉN des passagers dans un navire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[μεταβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, [[μεταφέρω]], τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 19· τινὰ ἐπὶ θἄτερα Πλάτ. Νόμ. 795C· ἐς ἀγαθὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 947· ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐπὶ τὰ ἴδια Δήμ. 142. 24· μ. πόλεμον εἰς Λιβύην Πολύβ. 1. 41, 4· τὸν λόγον ἐπί τι Διόδ. 4. 7. 2) ὁδηγῶ εἰς διάφορον διεύθυνσιν, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 517Β, πρβλ. Νόμ. 736D· [[μεταβάλλω]] τὴν σειρὰν ἢ τὸ [[σχῆμα]] λογικοῦ τινος ἐπιχειρήματος, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1, πρβλ. 8. 11, 3. 3) [[μεταφράζω]] ἐκ μιᾶς εἰς [[ἄλλην]] γλῶσσαν, εἴη δ’ ἂν ὁ Σερούϊος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος, Δούλιος Διονύσ. Ἁλ. τόμ. 2, σ. 635, ἔκδ. Reiske.
|lstext='''μεταβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[μεταβαίνω]], ὡς καὶ νῦν, [[μεταφέρω]], τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 19· τινὰ ἐπὶ θἄτερα Πλάτ. Νόμ. 795C· ἐς ἀγαθὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 947· ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐπὶ τὰ ἴδια Δήμ. 142. 24· μ. πόλεμον εἰς Λιβύην Πολύβ. 1. 41, 4· τὸν λόγον ἐπί τι Διόδ. 4. 7. 2) ὁδηγῶ εἰς διάφορον διεύθυνσιν, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 517Β, πρβλ. Νόμ. 736D· [[μεταβάλλω]] τὴν σειρὰν ἢ τὸ [[σχῆμα]] λογικοῦ τινος ἐπιχειρήματος, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1, πρβλ. 8. 11, 3. 3) [[μεταφράζω]] ἐκ μιᾶς εἰς [[ἄλλην]] γλῶσσαν, εἴη δ’ ἂν ὁ Σερούϊος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος, Δούλιος Διονύσ. Ἁλ. τόμ. 2, σ. 635, ἔκδ. Reiske.
}}
{{bailly
|btext=transporter, conduire, amener : ἐπιβάτας [[εἰς]] ναῦν XÉN des passagers dans un navire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βιβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml