νεκρός: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ὁ (vgl. [[νέκυς]]), der <b class="b2">Leichnam, </b>die [[Leiche]]; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; [[ὄφρα]] τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die [[Todten in]] der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der [[Todte]], ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον [[πάλαι]] νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; [[τρεῖς]] τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς [[θήσω]], Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der [[Leichnam]], ἀνθρώπου [[νεκρός]], Her. 2, 90, νεκρὸς [[πρόσφατος]] γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ὁ (vgl. [[νέκυς]]), der <b class="b2">Leichnam, </b>die [[Leiche]]; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; [[ὄφρα]] τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die [[Todten in]] der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der [[Todte]], ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον [[πάλαι]] νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; [[τρεῖς]] τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς [[θήσω]], Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der [[Leichnam]], ἀνθρώπου [[νεκρός]], Her. 2, 90, νεκρὸς [[πρόσφατος]] γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> mort : [[οἱ]] νεκροί, les morts;<br /><b>2</b> ὁ [[νεκρός]], le cadavre ; τὸ νεκρόν, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Νεκ, faire mourir ; cf. [[νέκυς]], <i>lat.</i> necare, nex.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκρός''': ὁ, (ἴδε [[νέκυς]]), νεκρὸν [[σῶμα]], [[πτῶμα]], Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον [[συχνάκις]] παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, [[μάλιστα]] [[ὅταν]] συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν [[κάτω]] κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., [[νεκρός]], ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν [[οὕτως]] ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. [[ἵππος]] Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, [[αὐτόθι]] 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· [[οὕτως]], ἡ ν. [[θάλασσα]] [[αὐτόθι]] 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.
|lstext='''νεκρός''': ὁ, (ἴδε [[νέκυς]]), νεκρὸν [[σῶμα]], [[πτῶμα]], Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον [[συχνάκις]] παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, [[μάλιστα]] [[ὅταν]] συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., [[ὡσαύτως]], οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν [[κάτω]] κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., [[νεκρός]], ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν [[οὕτως]] ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. [[ἵππος]] Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, [[αὐτόθι]] 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· [[οὕτως]], ἡ ν. [[θάλασσα]] [[αὐτόθι]] 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> mort : [[οἱ]] νεκροί, les morts;<br /><b>2</b> ὁ [[νεκρός]], le cadavre ; τὸ νεκρόν, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Νεκ, faire mourir ; cf. [[νέκυς]], <i>lat.</i> necare, nex.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth