ξενόω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; [[ὅποι]] [[πλέων]] ἐξεμπολήσει [[κέρδος]] ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; [[ὅποι]] [[πλέων]] ἐξεμπολήσει [[κέρδος]] ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao.</i> ἐξένωσα;<br /><i>Pass. f.</i> ξενωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξενώθην, <i>pf.</i> ἐξένωμαι;<br /><i><b>Pass.</b></i>;<br /><b>1</b> être à l'étranger, être absent ; <i>en mauv. part</i> être exilé;<br /><b>2</b> être accueilli en hôte, recevoir l'hospitalité, loger : [[παρά]] τινι chez qqn;<br /><b>3</b> contracter des liens d'hospitalité : τινι avec qqn ; [[οἱ]] ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ξενόομαι]], [[ξενοῦμαι]] recevoir <i>ou</i> traiter comme hôte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόω''': Ἰων. ξεινόω· ([[ξένος]])· - [[κάμνω]] τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, [[ὑποδέχομαι]], φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) [[συνάπτω]] σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) [[διαμένω]] [[παρά]] τινι ὡς φίλος, [[τυγχάνω]] περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· [[ἐνταῦθα]] δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ [[αὐτόθι]] 8. 3) [[διατρίβω]] ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.
|lstext='''ξενόω''': Ἰων. ξεινόω· ([[ξένος]])· - [[κάμνω]] τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, [[ὑποδέχομαι]], φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) [[συνάπτω]] σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) [[διαμένω]] [[παρά]] τινι ὡς φίλος, [[τυγχάνω]] περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· [[ἐνταῦθα]] δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ [[αὐτόθι]] 8. 3) [[διατρίβω]] ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao.</i> ἐξένωσα;<br /><i>Pass. f.</i> ξενωθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξενώθην, <i>pf.</i> ἐξένωμαι;<br /><i><b>Pass.</b></i>;<br /><b>1</b> être à l'étranger, être absent ; <i>en mauv. part</i> être exilé;<br /><b>2</b> être accueilli en hôte, recevoir l'hospitalité, loger : [[παρά]] τινι chez qqn;<br /><b>3</b> contracter des liens d'hospitalité : τινι avec qqn ; [[οἱ]] ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ξενόομαι]], [[ξενοῦμαι]] recevoir <i>ou</i> traiter comme hôte, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater