νήφω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] nüchtern, mäßig sein u. leben, bes. keinen Wein trinken; Theogn. 481; Archil. 49, οὐ γὰρ ἂν πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα [[νήφων]] ἀοίνοις, Soph. O. C. 100 (vgl. [[νηφάλιος]]); νήφοντα καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, Plat. Legg. I, 640 d; μεθύοντα ἄνδρα παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν, Conv. 214 c, öfter; Folgde, wie Dem. 21, 74; u. Sp., wie Plut. u. Luc., oft; auch übertr., nüchtern u. besonnen sein, [[νήφων]] im Ggstz von εἰκῆ λέγων Arist. met. 1, 3; νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν, Epicharm. bei Luc. Hermot. 47; vgl. Pol. 31, 21, 14; τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος, Plut. garrul. 4; ἀνὴρ προμηθὴς καὶ [[νήφων]], Hdn. 2, 15, 1. – Das perf. νενηφώς hat Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] nüchtern, mäßig sein u. leben, bes. keinen Wein trinken; Theogn. 481; Archil. 49, οὐ γὰρ ἂν πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα [[νήφων]] ἀοίνοις, Soph. O. C. 100 (vgl. [[νηφάλιος]]); νήφοντα καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, Plat. Legg. I, 640 d; μεθύοντα ἄνδρα παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν, Conv. 214 c, öfter; Folgde, wie Dem. 21, 74; u. Sp., wie Plut. u. Luc., oft; auch übertr., nüchtern u. besonnen sein, [[νήφων]] im Ggstz von εἰκῆ λέγων Arist. met. 1, 3; νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν, Epicharm. bei Luc. Hermot. 47; vgl. Pol. 31, 21, 14; τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος, Plut. garrul. 4; ἀνὴρ προμηθὴς καὶ [[νήφων]], Hdn. 2, 15, 1. – Das perf. νενηφώς hat Philostr.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νήψω, <i>ao.</i> ἔνηψα;<br /><b>1</b> être sobre, <i>particul.</i> s'abstenir de vin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être vigilant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' DELG pê νη-, [[ἅπτω]] « ne pas toucher à ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νήφω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, [[οὔτε]] τι γὰρ ν. [[οὔτε]] [[λίαν]] [[μεθύω]] Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. [[νήφων]] ὡς ἐπίθετ. = [[νηφάλιος]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... [[πλείω]] ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ [[νήφων]] [[θεός]], τὸ [[ὕδωρ]], [[αὐτόθι]] Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] [[οἷον]] [[νήφων]] ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. [[νήφων]]. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι [[σώφρων]] καὶ [[προσέχω]], νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· [[νήφων]] καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· [[προμηθής]] τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι [[ψυχρός]], [[ἀπαθής]], [[δίκαιος]], Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13.
|lstext='''νήφω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, [[οὔτε]] τι γὰρ ν. [[οὔτε]] [[λίαν]] [[μεθύω]] Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. [[νήφων]] ὡς ἐπίθετ. = [[νηφάλιος]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... [[πλείω]] ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ [[νήφων]] [[θεός]], τὸ [[ὕδωρ]], [[αὐτόθι]] Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] [[οἷον]] [[νήφων]] ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. [[νήφων]]. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι [[σώφρων]] καὶ [[προσέχω]], νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· [[νήφων]] καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· [[προμηθής]] τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι [[ψυχρός]], [[ἀπαθής]], [[δίκαιος]], Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νήψω, <i>ao.</i> ἔνηψα;<br /><b>1</b> être sobre, <i>particul.</i> s'abstenir de vin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être vigilant, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' DELG pê νη-, [[ἅπτω]] « ne pas toucher à ».
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR