πάταγος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] ὁ (onomatop.), das Klappern, Rasseln, jedes durch das Zusammentreffen, Aneinanderschlagen oder Zerbrechen harter Körper entstehende Geräusch oder Getöse; Il. 16, 769; π. ὀδόντων, das Zähneklappern, 13, 283; das Klatschen oder Patschen der Wellen, oder wenn ein schwerer Körper ins Wasser fallt, 21, 9; πέτρας φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ, Pind. P. 1, 24; [[δορός]], Aesch. Spt. 99; τόξων, Soph. Tr. 518; [[Ἄρεος]], Ant. 125; ἀσπίδων, Ar. Ach. 539; χυτρείου, Lys. 329; u. in Prosa, βοῇ καὶ πατάγῳ ἐπήϊσαν, Her. 7, 211, vgl. 3, 79. 8, 37; διὰ τραχύτητα καὶ πάταγον τοῦ ῥεύματος, Plut. Pyrrh. 2; τῶν ὀνομάτων, Luc. Tim. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0534.png Seite 534]] ὁ (onomatop.), das Klappern, Rasseln, jedes durch das Zusammentreffen, Aneinanderschlagen oder Zerbrechen harter Körper entstehende Geräusch oder Getöse; Il. 16, 769; π. ὀδόντων, das Zähneklappern, 13, 283; das Klatschen oder Patschen der Wellen, oder wenn ein schwerer Körper ins Wasser fallt, 21, 9; πέτρας φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ, Pind. P. 1, 24; [[δορός]], Aesch. Spt. 99; τόξων, Soph. Tr. 518; [[Ἄρεος]], Ant. 125; ἀσπίδων, Ar. Ach. 539; χυτρείου, Lys. 329; u. in Prosa, βοῇ καὶ πατάγῳ ἐπήϊσαν, Her. 7, 211, vgl. 3, 79. 8, 37; διὰ τραχύτητα καὶ πάταγον τοῦ ῥεύματος, Plut. Pyrrh. 2; τῶν ὀνομάτων, Luc. Tim. 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit de deux corps qui s'entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l'eau par suite de la chute d'un corps pesant;<br /><b>2</b> grand bruit, fracas <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πατ, frapper, heurter ; cf. [[πταίω]], v. [[πατάσσω]], [[παταγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάταγος''': ὁ, [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
|lstext='''πάταγος''': ὁ, [[κρότος]] τραχὺς καὶ [[ἰσχυρός]], [[οἷον]] ὁ τῶν πιπτόντων δένδρων, π. δέ τε ἀγνυμενάων (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἰλ. Π. 769· π. δέ τε γίγνετ’ ὀδόντων, [[κρότος]] τῶν ὀδόντων συγκρουομένων, Ν. 283· ὁ [[κρότος]] σώματος πίπτοντος εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἐν δ’ ἔπεσον μεγάλῳ πατ. Χ. 9, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 46· ὁ [[κρότος]] ὁ ἰσχυρὸς τῆς βροντῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 382, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 17· π. ἀνέμων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16· ― ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, [[ὥστε]] τὸ παρ’ Ἡροδ. 3. 79, βοῇ καὶ πατάγῳ χρεόμενοι σημαίνει, μετὰ μεγάλων φωνῶν καὶ κρότου (πιθαν. τῶν ὅπλων), πρβλ. 7. 211., 8. 37· οὕτω, π. δορὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 104· τόξων Σοφ. Τρ. 517· ἀσπίδων Εὐρ. Ἡρακλ. 832, Ἀριστοφ. Ἀχ. 539· [[ὡσαύτως]], π. [[χύτρειος]] ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 329. Λέξ. κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. [[πατάσσω]], [[πλαταγών]], [[πλαταγέω]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bruit de deux corps qui s'entrechoquent ; claquement de dents, clapotement de l'eau par suite de la chute d'un corps pesant;<br /><b>2</b> grand bruit, fracas <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πατ, frapper, heurter ; cf. [[πταίω]], v. [[πατάσσω]], [[παταγέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth