παραπέτομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0493.png Seite 493]] (s. [[πέτομαι]]), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' [[εὐήρετμος]] [[ἁλία]] χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0493.png Seite 493]] (s. [[πέτομαι]]), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' [[εὐήρετμος]] [[ἁλία]] χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> voler auprès <i>ou</i> le long de;<br /><b>2</b> voler au delà de ; échapper à.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπέτομαι''': ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι [[παρά]] τι, [[κορώνη]] .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· [[ἐκφεύγω]] τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) [[πέτομαι]] [[πρός]] τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε [[παράπτω]].
|lstext='''παραπέτομαι''': ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι [[παρά]] τι, [[κορώνη]] .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· [[ἐκφεύγω]] τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) [[πέτομαι]] [[πρός]] τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε [[παράπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> voler auprès <i>ou</i> le long de;<br /><b>2</b> voler au delà de ; échapper à.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πέτομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml