παραπλέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλέω]]), daneben-, vorbeischiffen, an Etwas hinfahren, Plat. Phaedr. 259 a; bes. an der Küste hinfahren, Thuc. 3, 62; ἔπλεον παρὰ γῆν καὶ παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν [[ἀκτήν]], Xen. An. 6, 2, 1; Hell. 4, 5, 17; Pol. 1, 25, 1 u. öfter; παρ' αὐτὰς τὰς πρώρας, Xen. Hell. 1, 5, 12; vgl. noch Thuc. 1, 61, heranschiffen, hinfahren, τινί, Pol. 31, 26, 15, παρέπλευσανεἰς Σικυῶνα, Thuc. 1, 111: Xen. An. 5, 6, 10 u. öfter; [[παραπλευστέος]], wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8, 3, 27; – ὁ παραπλέων, der Handlungsdiener, der zur Aufsicht über die Waaren mitschifft. – Vgl. auch [[παραπλώω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλέω]]), daneben-, vorbeischiffen, an Etwas hinfahren, Plat. Phaedr. 259 a; bes. an der Küste hinfahren, Thuc. 3, 62; ἔπλεον παρὰ γῆν καὶ παραπλέοντες ἐθεώρουν τὴν [[ἀκτήν]], Xen. An. 6, 2, 1; Hell. 4, 5, 17; Pol. 1, 25, 1 u. öfter; παρ' αὐτὰς τὰς πρώρας, Xen. Hell. 1, 5, 12; vgl. noch Thuc. 1, 61, heranschiffen, hinfahren, τινί, Pol. 31, 26, 15, παρέπλευσανεἰς Σικυῶνα, Thuc. 1, 111: Xen. An. 5, 6, 10 u. öfter; [[παραπλευστέος]], wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8, 3, 27; – ὁ παραπλέων, der Handlungsdiener, der zur Aufsicht über die Waaren mitschifft. – Vgl. auch [[παραπλώω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> naviguer auprès de <i>ou</i> le long de, acc. ; <i>particul.</i> naviguer le long de la côte, côtoyer;<br /><b>2</b> aller par eau d'un endroit à un autre ; <i>avec idée d'hostilité</i> παρ’ αὐτὰς [[τὰς]] πρῴρας [[τῶν]] [[νεῶν]] XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω [[παρά]] τι, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]].. [[Ἀργώ]], ἦτο τὸ μόνον [[πλοῖον]] [[ὅπερ]] ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. [[παραπέμπω]]), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ [[ξυράφιον]] κατὰ τὸ [[ξύρισμα]] (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) [[πλέω]] πλησίον ἢ [[παρά]] τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· [[ἐνθένδε]] μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· [[ἐκεῖθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε [[κάλως]]. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], [[διαφεύγω]], Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.
|lstext='''παραπλέω''': Ἰων. -[[πλώω]]: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -οῦμαι· Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παρέπλων, ἴδε κατωτ. Πλέω [[παρά]] τι, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], ἀπολ., οἴη δὴ κείνῃ γε [[παρέπλω]].. [[Ἀργώ]], ἦτο τὸ μόνον [[πλοῖον]] [[ὅπερ]] ἔπλευσε διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ μέρους, παρῆλθε δι’ ἐκείνης τῆς ὁδοῦ (πρβλ. [[παραπέμπω]]), Ὀδ. Μ. 69, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 1, 11· ἐν χρῷ παραπλέοντες, πλέοντες τόσον πλησίον ὅσον πλησίον τοῦ δέρματος διέρχεται τὸ [[ξυράφιον]] κατὰ τὸ [[ξύρισμα]] (πρβλ. Οὐεργιλ. radere iter), Θουκ. 2. 84, πρβλ. 90. 2) [[πλέω]] πλησίον ἢ [[παρά]] τι ἐπὶ τῶν πλεόντων παρὰ τὴν [[ἀκτήν]], π. τόπον ἢ παρὰ τόπον Ἡρόδ. 4. 99., 7. 100 εἰς Σικυῶνα Θουκ. 1. 111· [[ἐνθένδε]] μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10· [[ἐκεῖθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 61· πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. §131, Δημ. 933. 11· π. ἀπὸ κάλω, ἴδε [[κάλως]]. 3) μεταφορ. π. τὰς συμφοράς, [[παρέρχομαι]] [[πλέων]], [[διαφεύγω]], Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> naviguer auprès de <i>ou</i> le long de, acc. ; <i>particul.</i> naviguer le long de la côte, côtoyer;<br /><b>2</b> aller par eau d'un endroit à un autre ; <i>avec idée d'hostilité</i> παρ’ αὐτὰς [[τὰς]] πρῴρας [[τῶν]] [[νεῶν]] XÉN gouverner pour aller sur les proues même des navires.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR