περιάγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0567.png Seite 567]] (s. [[ἄγω]]), herumführen; περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερά, Eur. Cycl. 682; περιάγειν τὴν κεφαλήν, Ar. Pax 665, wie τὸν αὐχένα Plat. Rep. VII, 515 c; περιῆγε τὸν ἵππον [[ἀγχοῦ]] τῇ ἵππῳ, Her. 3, 85, vgl. 4, 73; u. mit dem accus. des Ortes. περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, 4, 180; οἷον τροχοῦ περιαγομένου, Plat. Tim. 79 b, oft; auch οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις, Prot. 313 d; Folgde; τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου [[πεδίον]] περιήγαγεν, Xen. Ages. 1, 15, u. oft; περιάγειν τὼ χεῖρε, beide Hände herum und auf den Rücken drehen, um sie zu binden, Lys. 1, 25; Long. 2, 14; pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε, Jac. Philostr. imagg. 464. – Intr. sich herumtreiben, gaffend umhergehen, N. T., z. B. περιῆγε τὰς πόλεις, Matth. 9, 35; vgl. Dem. 42, 5 περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιάν. – Med. mit sich herumführen, immer bei sich haben, Xen. Cyr. 2, 2, 28 Mem. 1, 7, 2, u. öfter bei Ath. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0567.png Seite 567]] (s. [[ἄγω]]), herumführen; περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερά, Eur. Cycl. 682; περιάγειν τὴν κεφαλήν, Ar. Pax 665, wie τὸν αὐχένα Plat. Rep. VII, 515 c; περιῆγε τὸν ἵππον [[ἀγχοῦ]] τῇ ἵππῳ, Her. 3, 85, vgl. 4, 73; u. mit dem accus. des Ortes. περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, 4, 180; οἷον τροχοῦ περιαγομένου, Plat. Tim. 79 b, oft; auch οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις, Prot. 313 d; Folgde; τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου [[πεδίον]] περιήγαγεν, Xen. Ages. 1, 15, u. oft; περιάγειν τὼ χεῖρε, beide Hände herum und auf den Rücken drehen, um sie zu binden, Lys. 1, 25; Long. 2, 14; pass., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε, Jac. Philostr. imagg. 464. – Intr. sich herumtreiben, gaffend umhergehen, N. T., z. B. περιῆγε τὰς πόλεις, Matth. 9, 35; vgl. Dem. 42, 5 περιαγαγὼν τὴν ἐσχατιάν. – Med. mit sich herumführen, immer bei sich haben, Xen. Cyr. 2, 2, 28 Mem. 1, 7, 2, u. öfter bei Ath. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire autour, promener autour : τὸν ἵππον [[ἀγχοῦ]] [[τῇ]] ἵππῳ HDT conduire <i>ou</i> promener le cheval tout auprès autour de la jument ; <i>avec l'acc. du lieu</i> : λίμνην κύκλῳ HDT conduire autour d'un lac;<br /><b>2</b> faire tourner τινά, qqn ; [[τῶ]] χεῖρε LYS amener les mains derrière le dos (pour les lier);<br /><b>3</b> emmener à ses côtés, avec soi, acc.;<br /><b>4</b> détourner, fourvoyer à force de paroles, acc.;<br /><b>5</b> différer, reculer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιάγομαι emmener avec soi tout autour, avoir toujours auprès de soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ [[περί]] τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ [[αὐτόθι]] 180. - Μέσ., [[περιάγω]], [[περιφέρω]] τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ [[ἐλέφας]] [[εἶδος]] ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, [[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ [[ὅπου]] καὶ ἂν [[ὑπάγω]], περιάγεις τοῦτο τὸ [[μειράκιον]]...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, [[περιπλέκω]], εἰς δυσκολίαν [[ἐμβάλλω]], ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) [[ὥστε]] ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) [[περιφέρω]], [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου [[κεῖσε]] Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. [[μύλη]]· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, [[ἔπειτα]] βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς [[τοὔπισθεν]], περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ [[ὀπίσω]], τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς [[τοὔπισθεν]] καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. [[ὑπὲρ]] Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ [[ἁπλῶς]] π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) [[περιφέρω]], δίδω ὁλόγυρα, τὸ [[ποτήριον]] Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) [[ἀναβάλλω]], ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) [[φέρω]] εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] ὁλόγυρα, καταντῶ, [[πάλιν]] κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] ὁλόγυρα, [[περιέρχομαι]], π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.
|lstext='''περιάγω''': μέλλ. -ξω, ἄγω, ὁδηγῶ [[περί]] τι, τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυροὺς Ἡρόδ. 1. 30., 2. 179, κ. ἀλλ.· περιάγουσι (αὐτοὺς) κατὰ τοὺς φίλους ἐν ἀμάξῃσι 4. 73· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. τόπου, παρθένον ... κοσμήσαντες ... καὶ ἐπ’ ἅρμα ἀναβιβάσαντες περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ [[αὐτόθι]] 180. - Μέσ., [[περιάγω]], [[περιφέρω]] τι, ἐλέφαντα περιάγει (ἦν δ’ ὁ [[ἐλέφας]] [[εἶδος]] ποτηρίου) Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 4. - Παθ., περιστρέφομαι, [[οἷον]] τροχοῦ περιαγομένου Πλάτ. Τίμ. 79Β. 2) ἄγω τινὰ μετ’ ἐμοῦ [[ὅπου]] καὶ ἂν [[ὑπάγω]], περιάγεις τοῦτο τὸ [[μειράκιον]]...; Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28, πρβλ. 1. 3, 3· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περιάγεσθαι πολλοὺς ἀκολούθους ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 7, 2, κτλ.· ἰδίως, ἄγω κύκλω, [[περιπλέκω]], εἰς δυσκολίαν [[ἐμβάλλω]], ὅτι αὐτώ με τὼ θεὼ περιαγάγοιεν (νῦν παραγάγοιεν) [[ὥστε]] ... Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 1, 113, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 8. 3) [[περιφέρω]], [[περιστρέφω]], τὴν κεφαλὴν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 682, Ὄρν. 186, Πλάτ. Πολ. 315C· περιάγουσίν σε πρὸς τἀριστερὰ (περιάγου [[κεῖσε]] Nauck) Εὐρ. Κύκλ. 686· πρβλ. [[μύλη]]· - π. τὴν σκυταλίδα περιστρέφειν, [[ἔπειτα]] βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα (τοῦ ἱρηΐου)· σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει Ἡρόδ. 4. 60· περιάγειν τῶ χεῖρε εἰς [[τοὔπισθεν]], περιστρέφειν τὰς χεῖρας εἰς τὰ [[ὀπίσω]], τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς [[τοὔπισθεν]] καὶ δήσας ἠρώτων Λυσ. [[ὑπὲρ]] Ἐρατοσθ. φόνου 94, 10, (σ. 5, 26 ἔκδ. Westermann)· ἢ [[ἁπλῶς]] π. τὼ χεῖρε Διον. Ἁλ. 6. 82· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Φιλόστρ. 714. 4) [[περιφέρω]], δίδω ὁλόγυρα, τὸ [[ποτήριον]] Ἀθήν. 420Α, κτλ., πρβλ. Bergler εἰς Ἀλκίφρ. 1. 22. 5) [[ἀναβάλλω]], ἐς ὥραν τινὰ Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31. 6) [[φέρω]] εἰς …, τὴν πολιτείαν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 4· τὴν ἀρχὴν εἰς αὐτὸν Ἡρῳδιαν. 4. 3, 2· - Παθ., π. εἰς ὁμόνοιαν ὁ αὐτ. 3. 15· εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην Λουκ. Νιγρ. 5, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἔρχομαι]] ὁλόγυρα, καταντῶ, [[πάλιν]] κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[ὑπάγω]] ὁλόγυρα, [[περιέρχομαι]], π. τὴν ἐσχατιὰν Δημ. 1040. 14· π. τὰς πόλεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ´, 35, πρβλ. δ´, 23, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire autour, promener autour : τὸν ἵππον [[ἀγχοῦ]] [[τῇ]] ἵππῳ HDT conduire <i>ou</i> promener le cheval tout auprès autour de la jument ; <i>avec l'acc. du lieu</i> : λίμνην κύκλῳ HDT conduire autour d'un lac;<br /><b>2</b> faire tourner τινά, qqn ; [[τῶ]] χεῖρε LYS amener les mains derrière le dos (pour les lier);<br /><b>3</b> emmener à ses côtés, avec soi, acc.;<br /><b>4</b> détourner, fourvoyer à force de paroles, acc.;<br /><b>5</b> différer, reculer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιάγομαι emmener avec soi tout autour, avoir toujours auprès de soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR