περιήκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. [[περιέρχομαι]]), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Theil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ [[πρῶτα]] καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Uebrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. [[περιέρχομαι]]), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Theil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ [[πρῶτα]] καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Uebrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : [[εἰς]] αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> aboutir à : [[εἰς]] [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιήκω''': ἔχω περιέλθει εἴς τινα, [[ἐπεὶ]] δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς [[κρανία]] π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη [[εὐτυχία]] ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... [[δίκη]] περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ [[περιήκω]] ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε [[περιβάλλω]] IV), ἀλλὰ πρβλ. [[περιέρχομαι]] ΙΙ, [[περίειμι]] ([[εἶμι]]) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν [[χωρίον]]). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
|lstext='''περιήκω''': ἔχω περιέλθει εἴς τινα, [[ἐπεὶ]] δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς [[κρανία]] π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη [[εὐτυχία]] ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... [[δίκη]] περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ [[περιήκω]] ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε [[περιβάλλω]] IV), ἀλλὰ πρβλ. [[περιέρχομαι]] ΙΙ, [[περίειμι]] ([[εἶμι]]) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν [[χωρίον]]). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : [[εἰς]] αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;<br /><b>2</b> aboutir à : [[εἰς]] [[τοῦτο]] PLUT à ce concours de circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἥκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml