πεῖρα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] ἡ, ion. [[πείρη]], der angestellte [[Versuch]], die gemachte [[Probe]]; ἐν δὲ πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται, bei der Probe zeigt sich, Pind. N. 3, 70, vgl. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι, d. i. den Kampf, 9, 28; πεῖραν ἔχοντες, versucht, erprobt, 4, 76, wie Xen. An. 3, 2, 16 dem ἄπειροι ὄντες ein πεῖραν [[ἤδη]] ἔχετε αὐτῶν gegenübersteht; τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον, Aesch. Spt. 481; Unternehmen, Pers. 705, wie Soph. El. 463 Ai. 283 u. öfter; πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch keinen Versuch gemacht, Trach. 588; εἰς πεῖραν ἔλθωμεν [[φίλων]], wir wollen die Freunde erproben, Eur. Heracl. 310; ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, mit Einem Bekanntschaft, Umgang haben; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι, Her. 7, 9, durch Versuch, auf dem Wege des Versuchs; πεῖραν διδοὺς ξυνετὸς φαίνεται, eine Probe, einen Beweis geben, Thuc. 1, 138; Versuch, Unternehmen, 3, 20 u. öfter; καὶ ἢν μὴ ξυμβῇ ἡ [[πεῖρα]], 3, 3, wie bei Belagerungen, πολλὰς πείρας προσάγοντες, Dem. 59, 103; vgl. noch πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς Ἀχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν, Thuc. 2, 20; bes. πεῖραν λαμβάνειν τινός, ὡς ἔχει, Plat. Prot. 342 a, πεῖραν [[ἀλλήλων]] λαμβάνοντες καὶ διδόντες, 348 a u. öfter; ᾗ ἔδωκας [[σαυτοῦ]] πεῖραν ἀρετῆς, Lach. 189 b; ἐν ἐμαυτῷ πεῖραν λαβών, Xen. An. 5, 8, 15; οἱ νόμοι πεῖραν δεδώκασιν, ὡς συμφέροντές εἰσιν, Dem. 24, 24, vgl. 40, 2; Folgde, wie Pol. 1, 75, 7 u. oft; Luc. Nigr. 18 Abdic. 5; τῇ πείρᾳ ὤνησαν τοὺσἝλληνας, Plut. Them. 8; Ggstz von [[ἀπειρία]], de Pyth. or. 11. – Bei Spp. auch ein Versuch auf Jemandes Vermögen, Räuberei, bes. Seeräuberei, vgl. Ar. Av. 582 u. VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] ἡ, ion. [[πείρη]], der angestellte [[Versuch]], die gemachte [[Probe]]; ἐν δὲ πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται, bei der Probe zeigt sich, Pind. N. 3, 70, vgl. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι, d. i. den Kampf, 9, 28; πεῖραν ἔχοντες, versucht, erprobt, 4, 76, wie Xen. An. 3, 2, 16 dem ἄπειροι ὄντες ein πεῖραν [[ἤδη]] ἔχετε αὐτῶν gegenübersteht; τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον, Aesch. Spt. 481; Unternehmen, Pers. 705, wie Soph. El. 463 Ai. 283 u. öfter; πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch keinen Versuch gemacht, Trach. 588; εἰς πεῖραν ἔλθωμεν [[φίλων]], wir wollen die Freunde erproben, Eur. Heracl. 310; ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, mit Einem Bekanntschaft, Umgang haben; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι, Her. 7, 9, durch Versuch, auf dem Wege des Versuchs; πεῖραν διδοὺς ξυνετὸς φαίνεται, eine Probe, einen Beweis geben, Thuc. 1, 138; Versuch, Unternehmen, 3, 20 u. öfter; καὶ ἢν μὴ ξυμβῇ ἡ [[πεῖρα]], 3, 3, wie bei Belagerungen, πολλὰς πείρας προσάγοντες, Dem. 59, 103; vgl. noch πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς Ἀχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν, Thuc. 2, 20; bes. πεῖραν λαμβάνειν τινός, ὡς ἔχει, Plat. Prot. 342 a, πεῖραν [[ἀλλήλων]] λαμβάνοντες καὶ διδόντες, 348 a u. öfter; ᾗ ἔδωκας [[σαυτοῦ]] πεῖραν ἀρετῆς, Lach. 189 b; ἐν ἐμαυτῷ πεῖραν λαβών, Xen. An. 5, 8, 15; οἱ νόμοι πεῖραν δεδώκασιν, ὡς συμφέροντές εἰσιν, Dem. 24, 24, vgl. 40, 2; Folgde, wie Pol. 1, 75, 7 u. oft; Luc. Nigr. 18 Abdic. 5; τῇ πείρᾳ ὤνησαν τοὺσἝλληνας, Plut. Them. 8; Ggstz von [[ἀπειρία]], de Pyth. or. 11. – Bei Spp. auch ein Versuch auf Jemandes Vermögen, Räuberei, bes. Seeräuberei, vgl. Ar. Av. 582 u. VLL.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> épreuve :<br /><b>1</b> expérience, tentative, essai : ἀπὸ πείρης HDT par des épreuves faites, <i>càd</i> avec effort, avec peine ; σφάλλεσθαι πείρᾳ τινός THC manquer qch à l'essai, <i>càd</i> être déçu dans une espérance, πεῖράν τινος λαμβάνειν ISOCR acquérir l'expérience de qch, faire un essai avec qch ; [[πεῖραν]] λαμβάνειν [[ἐν]] ἑαυτῷ XÉN faire une expérience sur soi-même ; [[πεῖραν]] διδόναι soutenir l'épreuve de, être mis à l'épreuve ; πεῖράν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'épreuve de qch ; δέχεσθαι [[πεῖραν]] PLUT accepter une épreuve, une tentation;<br /><b>2</b> expérience acquise : [[πεῖραν]] ἔχειν avoir l'expérience de ; [[εἰς]] πεῖράν τινος ἔρχεσθαι THC arriver par l'expérience à la connaissance d'une personne <i>ou</i> d'une chose, apprendre à connaître qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> essai de nuire à qqn par la ruse, ruse, tromperie;<br /><b>2</b> essai de séduire une femme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> proposition, projet, entreprise : [[πεῖραν]] ἀφορμᾶν SOPH partir pour une entreprise.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, aller à travers, traverser, &gt; [[περάω]] ; cf. <i>lat.</i> per dans experior, peritus, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῖρα''': ἡ, οὕτω καὶ παρ’ Ἴωσιν, ἀλλὰ πείρη, Ἡρ., (ἴδε [[πειράω]] Α)· - ὡς καὶ νῦν, [[πεῖρα]], [[δοκιμή]], Ἀλκμὰν 47, Θέογν. 563· πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω Σοφ. Τρ. 591· πικρὰν πεῖραν τολμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἰλ. 471· πείρᾳ σφάλλεσθαι Θουκ. 1. 70· ἡ π. ξυμβαίνει ὁ αὐτ. 3. 3· πείρᾳ θὴν πάντα τελεῖται Θεόκρ. 15. 61· - [[ἔνθα]] πεῖραν ἔχοντες [[οἴκαδε]] .. οὐ νέοντ’ [[ἄνευ]] στεφάνων, «[[ἔνθα]] ἔχοντες πεῖραν τῶν ἀγώνων [[οὐδέποτε]] [[ἄνευ]] στεφάνων εἰς τὰς ἑαυτῶν οἰκίας ἦλθον, Πινδ. Ν. 4. 123· [[ἀλλά]], πεῖραν ἔχειν τινός, δοκιμάζειν τι, γιγνώσκειν τι ἐκ πείρας, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· π. τινος ἔχειν ὅτι . ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 3. 2, 16· καί, π. ἔχει τῆς γνώμης Θουκ. 1. 140· - πεῖράν τινος λαμβάνειν Εὐρ. ἐν Πλουτ. Φαβ. 17, Ἰσοκρ. 282Α, Πλάτ. Γοργ. 448Α, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 33, κτλ.· π. λαμβάνειν ἐν ἑαυτῷ [[αὐτόθι]] 5. 8, 15· π. λαμβάνειν τινός, [[ὅπως]] ἔχει Πλάτ. Πρωτ. 342Α· π. λαμβάνειν τινός, εἰ ἄρα τι λέγει ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 129D· - πεῖράν τινος, διδόναι, ὡς ἐν τῷ Λατ. specimen sui edere, Θουκ. 1. 138., 6. 11, πρβλ. Δημ. 262. 14., 293. 20· π. [[ἀλλήλων]] λαμβάνοντες καὶ διδόντες Πλάτ. Πρωτ. 348Α· - πεῖράν τινος ποιεῖσθαι Θουκ. 1. 53· π. ποιεῖσθαι εἰ ... ὁ αὐτ. 2. 20· ταῖς πείραις βασανίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17· πεῖραν καθεῖναι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13. 2) μετὰ προθ., ἀπὸ πείρης, ἐκ πείρας, διὰ πειράματος, ἀντίθετον τῷ αὐτόματον, Ἡρόδ. 7. 9· - διὰ πείρας ἰέναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· διὰ τῆς π. ἀποδοκιμασθῆναι Ἀριστ. Πολ. 8. 6, 12· - εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 309, κτλ.· ἰέναι ἐς π. τοῦ ναυτικοῦ, ποιῆσαι ἀπόπειραν· ἐν θαλάσσῃ, ναυμαχίαν, Θουκ. 7. 71· ἀκοῆς [[κρείσσων]] ἐς π. ἔρχεται, δοκιμαζομένη ἀποδείκνυται [[κρείσσων]] τῆς φήμης αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 41· - ἐκ τῆς π. δῆλον Ἀριστ. Προβλ. 25. 8, 6· - ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, λαβεῖν πεῖραν [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 1· ἐν π. [[τέλος]] διαφαίνεται Πινδ. Ν. 3. 122· - ἐπὶ πείρᾳ, διὰ πείρας ἢ δοκιμῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 583· - ἐπὶ πείρᾳ [[δίδωμι]], δίδω τι [[χάριν]] δοκιμῆς, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 2· - π. θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, ἀγὼν [[περί]] …, Πινδ. Ν. 9. 67. ΙΙ. [[ἐπιχείρησις]], [[ἀπόπειρα]] [[ἐναντίον]] τινός, πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι, [[μέσον]] πρὸς ἐπίθεσιν κατά …, Σοφ. Αἴ. 2· [[ἀλλά]], τοιοῦδε φωτὸς π., δύναται νὰ σημαίνῃ ἐπίθεσιν παρ’ [[αὐτοῦ]] ἢ [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Θήβ. 499· - [[μάλιστα]] δέ, [[ἀπόπειρα]] πρὸς ἐξαπάτησιν γυναικός, πρβλ. [[πειράω]] Α. ΙΙΙ. 1· - ἀπολ., [[ἀπόπειρα]], [[ἐπιχείρησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 719, Θουκ. 3. 20· πεῖραν ἀφορμῶ, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐπιχείρησίν τινα, ὡς τὸ στρατείαν [[ἐξέρχομαι]], Σοφ. Αἴ. 290 - ἐκ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἡ μεταγεν. [[λέξις]] [[πειρατής]].
|lstext='''πεῖρα''': ἡ, οὕτω καὶ παρ’ Ἴωσιν, ἀλλὰ πείρη, Ἡρ., (ἴδε [[πειράω]] Α)· - ὡς καὶ νῦν, [[πεῖρα]], [[δοκιμή]], Ἀλκμὰν 47, Θέογν. 563· πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω Σοφ. Τρ. 591· πικρὰν πεῖραν τολμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἰλ. 471· πείρᾳ σφάλλεσθαι Θουκ. 1. 70· ἡ π. ξυμβαίνει ὁ αὐτ. 3. 3· πείρᾳ θὴν πάντα τελεῖται Θεόκρ. 15. 61· - [[ἔνθα]] πεῖραν ἔχοντες [[οἴκαδε]] .. οὐ νέοντ’ [[ἄνευ]] στεφάνων, «[[ἔνθα]] ἔχοντες πεῖραν τῶν ἀγώνων [[οὐδέποτε]] [[ἄνευ]] στεφάνων εἰς τὰς ἑαυτῶν οἰκίας ἦλθον, Πινδ. Ν. 4. 123· [[ἀλλά]], πεῖραν ἔχειν τινός, δοκιμάζειν τι, γιγνώσκειν τι ἐκ πείρας, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· π. τινος ἔχειν ὅτι . ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 3. 2, 16· καί, π. ἔχει τῆς γνώμης Θουκ. 1. 140· - πεῖράν τινος λαμβάνειν Εὐρ. ἐν Πλουτ. Φαβ. 17, Ἰσοκρ. 282Α, Πλάτ. Γοργ. 448Α, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 33, κτλ.· π. λαμβάνειν ἐν ἑαυτῷ [[αὐτόθι]] 5. 8, 15· π. λαμβάνειν τινός, [[ὅπως]] ἔχει Πλάτ. Πρωτ. 342Α· π. λαμβάνειν τινός, εἰ ἄρα τι λέγει ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 129D· - πεῖράν τινος, διδόναι, ὡς ἐν τῷ Λατ. specimen sui edere, Θουκ. 1. 138., 6. 11, πρβλ. Δημ. 262. 14., 293. 20· π. [[ἀλλήλων]] λαμβάνοντες καὶ διδόντες Πλάτ. Πρωτ. 348Α· - πεῖράν τινος ποιεῖσθαι Θουκ. 1. 53· π. ποιεῖσθαι εἰ ... ὁ αὐτ. 2. 20· ταῖς πείραις βασανίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17· πεῖραν καθεῖναι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13. 2) μετὰ προθ., ἀπὸ πείρης, ἐκ πείρας, διὰ πειράματος, ἀντίθετον τῷ αὐτόματον, Ἡρόδ. 7. 9· - διὰ πείρας ἰέναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· διὰ τῆς π. ἀποδοκιμασθῆναι Ἀριστ. Πολ. 8. 6, 12· - εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 309, κτλ.· ἰέναι ἐς π. τοῦ ναυτικοῦ, ποιῆσαι ἀπόπειραν· ἐν θαλάσσῃ, ναυμαχίαν, Θουκ. 7. 71· ἀκοῆς [[κρείσσων]] ἐς π. ἔρχεται, δοκιμαζομένη ἀποδείκνυται [[κρείσσων]] τῆς φήμης αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 41· - ἐκ τῆς π. δῆλον Ἀριστ. Προβλ. 25. 8, 6· - ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, λαβεῖν πεῖραν [[αὐτοῦ]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 1· ἐν π. [[τέλος]] διαφαίνεται Πινδ. Ν. 3. 122· - ἐπὶ πείρᾳ, διὰ πείρας ἢ δοκιμῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 583· - ἐπὶ πείρᾳ [[δίδωμι]], δίδω τι [[χάριν]] δοκιμῆς, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 2· - π. θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, ἀγὼν [[περί]] …, Πινδ. Ν. 9. 67. ΙΙ. [[ἐπιχείρησις]], [[ἀπόπειρα]] [[ἐναντίον]] τινός, πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι, [[μέσον]] πρὸς ἐπίθεσιν κατά …, Σοφ. Αἴ. 2· [[ἀλλά]], τοιοῦδε φωτὸς π., δύναται νὰ σημαίνῃ ἐπίθεσιν παρ’ [[αὐτοῦ]] ἢ [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Θήβ. 499· - [[μάλιστα]] δέ, [[ἀπόπειρα]] πρὸς ἐξαπάτησιν γυναικός, πρβλ. [[πειράω]] Α. ΙΙΙ. 1· - ἀπολ., [[ἀπόπειρα]], [[ἐπιχείρησις]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 719, Θουκ. 3. 20· πεῖραν ἀφορμῶ, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐπιχείρησίν τινα, ὡς τὸ στρατείαν [[ἐξέρχομαι]], Σοφ. Αἴ. 290 - ἐκ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἡ μεταγεν. [[λέξις]] [[πειρατής]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> épreuve :<br /><b>1</b> expérience, tentative, essai : ἀπὸ πείρης HDT par des épreuves faites, <i>càd</i> avec effort, avec peine ; σφάλλεσθαι πείρᾳ τινός THC manquer qch à l'essai, <i>càd</i> être déçu dans une espérance, πεῖράν τινος λαμβάνειν ISOCR acquérir l'expérience de qch, faire un essai avec qch ; [[πεῖραν]] λαμβάνειν [[ἐν]] ἑαυτῷ XÉN faire une expérience sur soi-même ; [[πεῖραν]] διδόναι soutenir l'épreuve de, être mis à l'épreuve ; πεῖράν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'épreuve de qch ; δέχεσθαι [[πεῖραν]] PLUT accepter une épreuve, une tentation;<br /><b>2</b> expérience acquise : [[πεῖραν]] ἔχειν avoir l'expérience de ; [[εἰς]] πεῖράν τινος ἔρχεσθαι THC arriver par l'expérience à la connaissance d'une personne <i>ou</i> d'une chose, apprendre à connaître qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> essai de nuire à qqn par la ruse, ruse, tromperie;<br /><b>2</b> essai de séduire une femme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> proposition, projet, entreprise : [[πεῖραν]] ἀφορμᾶν SOPH partir pour une entreprise.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, aller à travers, traverser, &gt; [[περάω]] ; cf. <i>lat.</i> per dans experior, peritus, etc.
}}
}}
{{Slater
{{Slater