περιφεύγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] (s. [[φεύγω]]), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0599.png Seite 599]] (s. [[φεύγω]]), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, [[ἀποφεύγω]], περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει [[ὅκως]] μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, [[ὥστε]] [[μήτε]] τοὺς οἰκείους, [[μήτε]] τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.
|lstext='''περιφεύγω''': μέλλ. -[[φεύξομαι]], [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, [[ἀποφεύγω]], περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει [[ὅκως]] μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, [[ὥστε]] [[μήτε]] τοὺς οἰκείους, [[μήτε]] τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.
}}
{{bailly
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater