προνομεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
}}
{{bailly
|btext=dévaster, piller, acc. ; <i>fig.</i> manger gloutonnement, dévorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προνομή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.
|lstext='''προνομεύω''': [[ἐπιτρέχω]] χώραν ἐχθρικὴν [[χάριν]] προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, [[διαρπάζω]], λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., [[αὐτόθι]], Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, [[ἔνδοθι]] προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― [[τρώγω]] ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· [[ἀπάγω]] αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ [[οὔτε]] τὸ προνομεύειν, [[οὔτε]] ἡ [[προνομεία]] παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.
}}
{{bailly
|btext=dévaster, piller, acc. ; <i>fig.</i> manger gloutonnement, dévorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[προνομή]].
}}
}}
{{grml
{{grml