προπομπός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., [[γυμνός]] εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; [[ἡμεῖς]] μὲν [[ἴμεν]] καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., [[γυμνός]] εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; [[ἡμεῖς]] μὲν [[ἴμεν]] καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
|lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml