προτέμνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] (s. [[τέμνω]]), ion. u. ep. [[προτάμνω]], vorher zerschneiden, vorschneiden, [[πρίν]] γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] (s. [[τέμνω]]), ion. u. ep. [[προτάμνω]], vorher zerschneiden, vorschneiden, [[πρίν]] γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ [[ὦλκα]] διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προτεμῶ, <i>ao.2</i> προὔταμον;<br /><b>1</b> couper en avant, acc.;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> retrancher auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτέμνομαι fendre <i>ou</i> tracer devant soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προτέμνω''': Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -[[τάμνω]]· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]] τὸ ἄνω [[μέρος]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[κόπτω]], Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., [[κόπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) [[ἀλλά]], προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.
|lstext='''προτέμνω''': Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -[[τάμνω]]· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]] τὸ ἄνω [[μέρος]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[κόπτω]], Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., [[κόπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) [[ἀλλά]], προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προτεμῶ, <i>ao.2</i> προὔταμον;<br /><b>1</b> couper en avant, acc.;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> retrancher auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτέμνομαι fendre <i>ou</i> tracer devant soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml