σκευοποιέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = [[σκευάζω]], mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ [[πρᾶγμα]] u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] häufiger im med. σκευοποιέομαι, Geräthschaften, Rüstungen, Waffen, Kleider u. dgl. machen, machen lassen, bereiten; δοκεῖ ῥυτὸν σκευοποιηθῆναι ὑπὸ πρώτου τοῦ Φιλαδέλφου Ath. XI, 497; ὄργανα ἐσκευοποιεῖτο Plut. Marcell. 16, u. Sp. – Uebh. = [[σκευάζω]], mit dem Nebenbegriff des Listigen. Betrügerischen, wie Harpocrat. aus Hyperid. anführt σκευοποιοῦντα τὸ [[πρᾶγμα]] u. es erkl. σκευωρούμενον καὶ πλαττόμενον, dah. σκευοποιεῖν διαθήκας, ein Testament verfälschen oder unterschieben, Isacus bei Poll. 10, 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκευοποιέομαι]], [[σκευοποιοῦμαι]] se parer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
|lstext='''σκευοποιέω''': [[κατασκευάζω]], ὄργανα Πλουτ. Μάρκελλ. 16· ῥυτὸν Ἀθήν. 497B II. ἰδίως, [[παρασκευάζω]] διὰ τέχνης ἢ εὐφυΐας, σκ. τὰς ὄψεις, ἐπὶ γυναικῶν βαπτουσῶν τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 27· σκ. διαθήκας, πλαστὴν διαθήκην [[γράφω]], πρβλ. Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - Παθητ., μεταβάλλομαι τὴν σκευήν, [[ἀλλάσσω]] [[ἔνδυμα]], μεταμφιέννυμαι, τοῖς τοῦ φίλου ἐπισήμοις Πλούτ. 2. 59Β· πρβλ. [[σκευωρέομαι]] II.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des meubles, des ustensiles, des engins, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σκευοποιέομαι]], [[σκευοποιοῦμαι]] se parer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm