σκύλλω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] eigtl. die Haut abziehen, schinden, auch das Haar ausraufen, σκύλαιο [[κάρη]], Nic. Al. 410; übh. zerraufen, zerreißen, pass., Aesch. Pers. 569; ἔσκυλται, Mel. 60 (V, 175); überh. plagen, Sp., wie Hdn. 4, 13; Hesych. erkl. ἐσκύλατο, διεσπάσατο.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0907.png Seite 907]] eigtl. die Haut abziehen, schinden, auch das Haar ausraufen, σκύλαιο [[κάρη]], Nic. Al. 410; übh. zerraufen, zerreißen, pass., Aesch. Pers. 569; ἔσκυλται, Mel. 60 (V, 175); überh. plagen, Sp., wie Hdn. 4, 13; Hesych. erkl. ἐσκύλατο, διεσπάσατο.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσκυλα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκύλθην, <i>ao.2</i> ἐσκύλην, <i>pf.</i> ἔσκυλμαι;<br /><b>I.</b> écorcher, déchirer, dépouiller;<br /><b>II. 1</b> arracher les cheveux;<br /><b>2</b> tourmenter;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκύλλομαι se tourmenter.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυλ, couvrir ; cf. [[σκῦλον]], <i>lat.</i> quisquiliae.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύλλω''': ἀόρ. ἔσκῡλα. - Παθ., ἀόρ. ἐσκύλθην Εὐστ. 769. 41., 1516. 57· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]] ἐσκύλην [ῠ]· πρκμ. ἔσκυλμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ παράγονται καὶ τὰ σκῦλον, σκύλμα, σκυλμός, Σκύλλα, σκύλαξ· - ὁ Κούρτ. παραβάλλει καὶ τὸ κοσκυλμάτια, Λατ. qui-squil-iae). Σπαράττω, [[διασχίζω]], ξεσχίζω, «μαδῶ». - Μέσ., σκύλαιο κάρη, [[εἴθε]] νὰ μαδήσῃς τὴν κεφαλήν σου, Νικ. Ἀλεξιφ. 412. - Παθητ., σκύλλονται, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, σχίζονται ὑπὸ τῶν ἰχθύων, σπαράττονται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 577· ἔσκυλται ... [[κίκιννος]] Ἀνθ. Π. 5. 175· ἔσκυλται δὲ [[κόμη]] [[αὐτόθι]] 259. 2) μεταφορ., ταράττω, εἰς ταραχὴν [[ἐμβάλλω]], δυσαρεστῶ, ἐνοχλῶ, Λατ. vexare, σκύλας καὶ ὑβρίσας Ἡρῳδιαν. 7. 3· σκ. τὸν στρατὸν ὁ αὐτ. 4. 13· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 35, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 49· - Παθ. καὶ μέσ., μὴ σκύλλου, μὴ λάμβανε τὸν κόπον ..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 6· σκυλῆναι [[πρός]] τινα, ἐνοχλοῦμαι, ὑποβάλλομαι εἰς κόπον διά τινα, Ἐκκλ.· ἐσκυλμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλλειν· τὸ τοῖς ὄνυξι σπᾶν».
|lstext='''σκύλλω''': ἀόρ. ἔσκῡλα. - Παθ., ἀόρ. ἐσκύλθην Εὐστ. 769. 41., 1516. 57· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]] ἐσκύλην [ῠ]· πρκμ. ἔσκυλμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥΛ παράγονται καὶ τὰ σκῦλον, σκύλμα, σκυλμός, Σκύλλα, σκύλαξ· - ὁ Κούρτ. παραβάλλει καὶ τὸ κοσκυλμάτια, Λατ. qui-squil-iae). Σπαράττω, [[διασχίζω]], ξεσχίζω, «μαδῶ». - Μέσ., σκύλαιο κάρη, [[εἴθε]] νὰ μαδήσῃς τὴν κεφαλήν σου, Νικ. Ἀλεξιφ. 412. - Παθητ., σκύλλονται, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, σχίζονται ὑπὸ τῶν ἰχθύων, σπαράττονται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 577· ἔσκυλται ... [[κίκιννος]] Ἀνθ. Π. 5. 175· ἔσκυλται δὲ [[κόμη]] [[αὐτόθι]] 259. 2) μεταφορ., ταράττω, εἰς ταραχὴν [[ἐμβάλλω]], δυσαρεστῶ, ἐνοχλῶ, Λατ. vexare, σκύλας καὶ ὑβρίσας Ἡρῳδιαν. 7. 3· σκ. τὸν στρατὸν ὁ αὐτ. 4. 13· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 35, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 49· - Παθ. καὶ μέσ., μὴ σκύλλου, μὴ λάμβανε τὸν κόπον ..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 6· σκυλῆναι [[πρός]] τινα, ἐνοχλοῦμαι, ὑποβάλλομαι εἰς κόπον διά τινα, Ἐκκλ.· ἐσκυλμένοι Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 36. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκύλλειν· τὸ τοῖς ὄνυξι σπᾶν».
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἔσκυλα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκύλθην, <i>ao.2</i> ἐσκύλην, <i>pf.</i> ἔσκυλμαι;<br /><b>I.</b> écorcher, déchirer, dépouiller;<br /><b>II. 1</b> arracher les cheveux;<br /><b>2</b> tourmenter;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκύλλομαι se tourmenter.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυλ, couvrir ; cf. [[σκῦλον]], <i>lat.</i> quisquiliae.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR