3,273,769
edits
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ἡ, ion. σειρή, [[Seil]], Strick, Schnur, Band; σ. [[εὔπλεκτος]] und [[πλεκτή]], Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = [[σειρίασις]], Hippiatr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ἡ, ion. σειρή, [[Seil]], Strick, Schnur, Band; σ. [[εὔπλεκτος]] und [[πλεκτή]], Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = [[σειρίασις]], Hippiatr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> corde;<br /><b>2</b> chaîne;<br /><b>3</b> lasso que les Scythes et les Parthes lançaient au cou de leurs ennemis.<br />'''Étymologie:''' R. Σερ, lier ; v. [[εἴρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σειρά''': Ἰων. σειρή, Δωρ. σηρὰ Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 260, Ε. Gud., ἡ· ([[εἴρω]], [[ἀείρω]])· - [[σχοινίον]], [[δεσμός]], σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· σειρὴν δὲ πλεκτὴν Ὀδ. Χ. 175, 192· σ. χρυσείη, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 19, 25, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[σαύρα]] IV. 2) [[λωρίον]] ἢ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] ἕλκει τὴ ἅμαξαν (πρβλ. [[σειραφόρος]]). Πολυδ. Α΄, 141. 3) [[σχοινίον]] ἀπολῆγον εἰς βρόχον ὡς τὸ lasso τῶν Gauchos ἐν τῇ Νοτίῳ Ἀμερικῇ, [[ᾧπερ]] ἐχρῶντο οἱ ἀρχαῖοι Σαγάρτιοι καὶ Σαρμάται [[ὅπως]] ἐμπλέξωσι καὶ ἀπαγάγωσι τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν, Ἡρόδ. 7. 85, Παυσ. 1. 21, 5· [[ἐντεῦθεν]] καὶ οἱ Πάρθιοι καλοῦνται σεριραφόροι, Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ζῴου, Νικ. Θηρ. 119, 385. ΙΙΙ. σ. τῆς κεφαλῆς, βόστρυχος τριχῶν, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ΄, 13)· σ. τριχῶν Πολυδ. Β΄, 30. IV. κομβοσχοίνιον, κομβολόγιον, Βυζ. V. μεταφορ. [[ὡσαύτως]], [[γραμμή]], [[καταγωγή]], [[γενεαλογία]], Βυζ. VI. [[νόσος]] τῶν ἵππων, κτλ., Ἱππιατρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραί· πλέγματα. ἡνίαι, ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες». | |lstext='''σειρά''': Ἰων. σειρή, Δωρ. σηρὰ Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 260, Ε. Gud., ἡ· ([[εἴρω]], [[ἀείρω]])· - [[σχοινίον]], [[δεσμός]], σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· σειρὴν δὲ πλεκτὴν Ὀδ. Χ. 175, 192· σ. χρυσείη, [[σχοινίον]] ἢ [[ἅλυσις]] ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 19, 25, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[σαύρα]] IV. 2) [[λωρίον]] ἢ [[σχοινίον]] δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] ἕλκει τὴ ἅμαξαν (πρβλ. [[σειραφόρος]]). Πολυδ. Α΄, 141. 3) [[σχοινίον]] ἀπολῆγον εἰς βρόχον ὡς τὸ lasso τῶν Gauchos ἐν τῇ Νοτίῳ Ἀμερικῇ, [[ᾧπερ]] ἐχρῶντο οἱ ἀρχαῖοι Σαγάρτιοι καὶ Σαρμάται [[ὅπως]] ἐμπλέξωσι καὶ ἀπαγάγωσι τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν, Ἡρόδ. 7. 85, Παυσ. 1. 21, 5· [[ἐντεῦθεν]] καὶ οἱ Πάρθιοι καλοῦνται σεριραφόροι, Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ζῴου, Νικ. Θηρ. 119, 385. ΙΙΙ. σ. τῆς κεφαλῆς, βόστρυχος τριχῶν, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ΄, 13)· σ. τριχῶν Πολυδ. Β΄, 30. IV. κομβοσχοίνιον, κομβολόγιον, Βυζ. V. μεταφορ. [[ὡσαύτως]], [[γραμμή]], [[καταγωγή]], [[γενεαλογία]], Βυζ. VI. [[νόσος]] τῶν ἵππων, κτλ., Ἱππιατρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραί· πλέγματα. ἡνίαι, ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες». | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |