στέμμα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0934.png Seite 934]] τό, der Kranz, die [[Binde]]; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ [[σκῆπτρον]] καὶ [[στέμμα]] θεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, [[σκῆπτρον]], wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ [[στέμμα]] καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0934.png Seite 934]] τό, der Kranz, die [[Binde]]; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ [[σκῆπτρον]] καὶ [[στέμμα]] θεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, [[σκῆπτρον]], wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ [[στέμμα]] καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couronne, bandeau, bandelette ; <i>particul.</i> guirlande de laurier entrelacée autour d'un bâton pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> images des ancêtres, ornées de couronnes ; tableau généalogique d'une famille.<br />'''Étymologie:''' [[στέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στέμμα''': τό, ([[στέφω]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), [[στέφανος]], «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης [[στέφανος]] περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· [[σκῆπτρον]] καὶ στ. θεοίο [[αὐτόθι]] 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· [[ἐνίοτε]] ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς [[ἀμοιβή]], ὡς [[βραβεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων [[αὐτόθι]] 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. [[στέφανος]] ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· [[ὅθεν]] στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, [[στέμμα]] = [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[σύνδεσμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = [[φυλή]], [[αὐτόθι]] 9897.
|lstext='''στέμμα''': τό, ([[στέφω]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), [[στέφανος]], «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης [[στέφανος]] περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· [[σκῆπτρον]] καὶ στ. θεοίο [[αὐτόθι]] 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· [[ἐνίοτε]] ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς [[ἀμοιβή]], ὡς [[βραβεῖον]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων [[αὐτόθι]] 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. [[στέφανος]] ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· [[ὅθεν]] στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, [[στέμμα]] = [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], [[σύνδεσμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = [[φυλή]], [[αὐτόθι]] 9897.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couronne, bandeau, bandelette ; <i>particul.</i> guirlande de laurier entrelacée autour d'un bâton pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> images des ancêtres, ornées de couronnes ; tableau généalogique d'une famille.<br />'''Étymologie:''' [[στέφω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth