3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écoulement goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]]. | |lstext='''στᾰλαγμός''': ὁ, ([[σταλάσσω]]) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «[[σταγών]], ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - [[ὡσαύτως]], στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ [[ἀνάστημα]], Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός [[χάριν]] τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = [[ὀδύνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |