σκοπός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ὁ ([[σκέπτομαι]]), 1) der Schauer, der genau zusieht, der [[Aufseher]], Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων [[σκοπός]] ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; [[Kundschafter]], Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ [[ἅλιος]] σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαθε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ [[πάλιν]], Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούσδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. [[κατάσκοπος]]) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte [[Ziel]], wonach man sieht od. zielt, u. übtr., [[Zweck]], Absicht; νῦν [[αὖτε]] σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν [[ἀνήρ]], [[εἴσομαι]], αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῦ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε [[τοξότης]] [[ἄκρος]] σκοποῦ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῦ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: [[οὗτος]] ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; [[ἀποτυγχάνω]] σκοποῦ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέθηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῦτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ὁ ([[σκέπτομαι]]), 1) der Schauer, der genau zusieht, der [[Aufseher]], Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων [[σκοπός]] ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; [[Kundschafter]], Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ [[ἅλιος]] σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαθε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ [[πάλιν]], Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούσδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. [[κατάσκοπος]]) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte [[Ziel]], wonach man sieht od. zielt, u. übtr., [[Zweck]], Absicht; νῦν [[αὖτε]] σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν [[ἀνήρ]], [[εἴσομαι]], αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῦ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε [[τοξότης]] [[ἄκρος]] σκοποῦ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῦ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: [[οὗτος]] ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; [[ἀποτυγχάνω]] σκοποῦ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέθηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῦτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> celui <i>ou</i> celle qui observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> celui qui observe de haut <i>ou</i> de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, <i>ou en gén.</i> messager envoyé pour prendre des informations;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, <i>d'où</i> maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; <i>particul.</i> surveillant des jeux;<br /><b>II.</b> ὁ [[σκοπός]] but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ [[τοῦ]] σκοποῦ XÉN en dehors <i>ou</i> loin du but, hors de propos.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπός''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ὀδ. Χ. 396, Καλλ. εἰς Δῆλ. 66: (√ΣΚΕΠ, [[σκέπτομαι]])· - ὁ φυλάττων, προσέχων, ὁ παρατηρῶν τὰ γινόμενα, παρὰ δὲ σκοπὸν εἶσεν Ἰλ. Ψ. 359· γυναικῶν δμωάων σκ. ἔσσι, ἐπὶ οἰκονόμου ἢ ἐπιτηρητοῦ τοῦ οἴκου, Ὀδ. ἐνθ’ ἀνωτ.· παρὰ Πινδ., ἐπὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν βασιλέων, μετὰ γεν. τόπου, ὁ [[φύλαξ]] καὶ προστάτης αὐτῶν, Ὀλύμπου σκ. Ο. 1. 86· Δάλου 6. 101· Μαγνήτων σκ., ἐπὶ τοῦ Πηλέως, Ν. 5. 61· τὸν [[ὑψόθεν]] σκ., φύλακα βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 381· [[ὡσαύτως]], σκοποὶ τῶν εἰρημένων Σοφ. Ἀντ. 215· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων τι, Ὀδ. Χ. 156· [[ἄγρυπνος]], ζηλωτὴς [[κύριος]], Σοφ. Αἴ. 945.<br /> 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ [[ἀγρύπνως]] ἐπιτηρῶν τι [[φύλαξ]], φρουρὸς ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενος (σκοπιὰ) [[ὅπως]] ἐποπτεύῃ τὴν χώραν [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Λατ. speculator, Ἰλ. Β. 792, Ὀδ. Π. 365, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 1, 4. 1, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἠέλιον … θεῶν σκ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 62· [[ὡσαύτως]], ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων [[θήραμα]] ἢ ὑποδεικνύων αὐτό, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40.<br />3) παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]], [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], Ἰλ. Κ. 324, 526, 561 (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ξεν. προτιμᾷ [[κατάσκοπος]])· σκ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα Αἰσχύλ. Θήβ. 36, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 956· - [[οὕτως]], ἐπὶ ἀγγελιοφόρου, [[ὅστις]] ἐπέμφθη [[ὅπως]] φέρῃ ἀγγελίας, Σοφ. Ο.Κ. 35, πρβλ. Φιλ. 125· [[σκοπός]], ναῶν κατόπτας, Εὐρ. Ρῆσ. 556. ΙΙ. ἀπέχον τι [[σημεῖον]] ἢ ἀντικείμενον εἰς ὅ τις προσηλώνει τὸν ὀφθαλμόν, «σημάδι», Λατ. scopus, σκοπὸν ἄλλον, ὃν [[οὔπω]] τις βάλεν [[ἀνήρ]], [[εἴσομαι]] [[αἴκε]] τύχωμι Ὀδ. Χ. 6· ἀπὸ σκ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 179C, Ξεν. Συμπ. 2. 10· οὕτω, παρὰ σκοπὸν Πινδ. Ο. 13. 134· σκοπῷ ἐπέχειν [[τόξον]], [[σκοπεύω]] διὰ τοῦ τόξου πρὸς τὸ «σημάδι», [[αὐτόθι]] 2. 160· σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628· [[ὥστε]] τοξότας σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1033· σκοπὸν ἀκοντίσας ἄθλιον ἐμοὶ Ἀντιφῶν 123. 10· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1.6,29· παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 194Α· ἀποτυγχάνειν σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744Α· στοχάζεσθαι σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519C. 2) μεταφορ., [[σκοπός]], ἀντικείμενον τῆς ἐνεργείας, [[τέλος]], [[οὗτος]] … δοκεῖ σκ. [[εἶναι]] πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507D· τὴν ἡδονὴν σκ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 60Α· σκοπὸς τυραννικὸς τὸ ἡδὺ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 9· κτλ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] εἴδους ὀρχήσεως, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 131.
|lstext='''σκοπός''': ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ, Ὀδ. Χ. 396, Καλλ. εἰς Δῆλ. 66: (√ΣΚΕΠ, [[σκέπτομαι]])· - ὁ φυλάττων, προσέχων, ὁ παρατηρῶν τὰ γινόμενα, παρὰ δὲ σκοπὸν εἶσεν Ἰλ. Ψ. 359· γυναικῶν δμωάων σκ. ἔσσι, ἐπὶ οἰκονόμου ἢ ἐπιτηρητοῦ τοῦ οἴκου, Ὀδ. ἐνθ’ ἀνωτ.· παρὰ Πινδ., ἐπὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν βασιλέων, μετὰ γεν. τόπου, ὁ [[φύλαξ]] καὶ προστάτης αὐτῶν, Ὀλύμπου σκ. Ο. 1. 86· Δάλου 6. 101· Μαγνήτων σκ., ἐπὶ τοῦ Πηλέως, Ν. 5. 61· τὸν [[ὑψόθεν]] σκ., φύλακα βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 381· [[ὡσαύτως]], σκοποὶ τῶν εἰρημένων Σοφ. Ἀντ. 215· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων τι, Ὀδ. Χ. 156· [[ἄγρυπνος]], ζηλωτὴς [[κύριος]], Σοφ. Αἴ. 945.<br /> 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ [[ἀγρύπνως]] ἐπιτηρῶν τι [[φύλαξ]], φρουρὸς ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενος (σκοπιὰ) [[ὅπως]] ἐποπτεύῃ τὴν χώραν [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Λατ. speculator, Ἰλ. Β. 792, Ὀδ. Π. 365, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 1, 4. 1, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἠέλιον … θεῶν σκ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 62· [[ὡσαύτως]], ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων [[θήραμα]] ἢ ὑποδεικνύων αὐτό, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40.<br />3) παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]], [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], Ἰλ. Κ. 324, 526, 561 (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ξεν. προτιμᾷ [[κατάσκοπος]])· σκ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα Αἰσχύλ. Θήβ. 36, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 956· - [[οὕτως]], ἐπὶ ἀγγελιοφόρου, [[ὅστις]] ἐπέμφθη [[ὅπως]] φέρῃ ἀγγελίας, Σοφ. Ο.Κ. 35, πρβλ. Φιλ. 125· [[σκοπός]], ναῶν κατόπτας, Εὐρ. Ρῆσ. 556. ΙΙ. ἀπέχον τι [[σημεῖον]] ἢ ἀντικείμενον εἰς ὅ τις προσηλώνει τὸν ὀφθαλμόν, «σημάδι», Λατ. scopus, σκοπὸν ἄλλον, ὃν [[οὔπω]] τις βάλεν [[ἀνήρ]], [[εἴσομαι]] [[αἴκε]] τύχωμι Ὀδ. Χ. 6· ἀπὸ σκ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 179C, Ξεν. Συμπ. 2. 10· οὕτω, παρὰ σκοπὸν Πινδ. Ο. 13. 134· σκοπῷ ἐπέχειν [[τόξον]], [[σκοπεύω]] διὰ τοῦ τόξου πρὸς τὸ «σημάδι», [[αὐτόθι]] 2. 160· σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628· [[ὥστε]] τοξότας σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1033· σκοπὸν ἀκοντίσας ἄθλιον ἐμοὶ Ἀντιφῶν 123. 10· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1.6,29· παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 194Α· ἀποτυγχάνειν σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744Α· στοχάζεσθαι σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519C. 2) μεταφορ., [[σκοπός]], ἀντικείμενον τῆς ἐνεργείας, [[τέλος]], [[οὗτος]] … δοκεῖ σκ. [[εἶναι]] πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507D· τὴν ἡδονὴν σκ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 60Α· σκοπὸς τυραννικὸς τὸ ἡδὺ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 9· κτλ. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] εἴδους ὀρχήσεως, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 131.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> celui <i>ou</i> celle qui observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> celui qui observe de haut <i>ou</i> de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, <i>ou en gén.</i> messager envoyé pour prendre des informations;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, <i>d'où</i> maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; <i>particul.</i> surveillant des jeux;<br /><b>II.</b> ὁ [[σκοπός]] but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ [[τοῦ]] σκοποῦ XÉN en dehors <i>ou</i> loin du but, hors de propos.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth