3,277,121
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ὁ, auch ἡ, att. στροῦθος, vgl. Schol. Ar. Av. 876, jeder kleine Vogel, bes. der [[Sperling]], Spatz, Il. 2, 311 ff, wo das fem. gebraucht ist; masc. bei Her. 1, 159; στρουθὸς ἀνὴρ γίγνεται, Ar. Vesp. 208; Lys. 723 Av. 578; übh. Vogel, Aesch. Ag. 143; – ἡ στροῦθος ist auch der [[Strauß]], Ar. Av. 874 Ach. 1070; eigtl. ἡ μεγάλη στροῦθος, der große Vogel, Her. 4, 175. 192; στροῦθοι κατάγαιοι, u. später auch χερσαῖαι, vgl. Wessel. Her. 4, 175 u. Schneid. Xen. An. 1, 5, 3. – Auch das Kraut [[στρουθίον]], Theophr. – Übertr. ist ὁ στροῦθος ein geiler, verbuhlter Mensch, weil die Spatzen ihrer Geilheit wegen von jeher bekannt waren, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ὁ, auch ἡ, att. στροῦθος, vgl. Schol. Ar. Av. 876, jeder kleine Vogel, bes. der [[Sperling]], Spatz, Il. 2, 311 ff, wo das fem. gebraucht ist; masc. bei Her. 1, 159; στρουθὸς ἀνὴρ γίγνεται, Ar. Vesp. 208; Lys. 723 Av. 578; übh. Vogel, Aesch. Ag. 143; – ἡ στροῦθος ist auch der [[Strauß]], Ar. Av. 874 Ach. 1070; eigtl. ἡ μεγάλη στροῦθος, der große Vogel, Her. 4, 175. 192; στροῦθοι κατάγαιοι, u. später auch χερσαῖαι, vgl. Wessel. Her. 4, 175 u. Schneid. Xen. An. 1, 5, 3. – Auch das Kraut [[στρουθίον]], Theophr. – Übertr. ist ὁ στροῦθος ein geiler, verbuhlter Mensch, weil die Spatzen ihrer Geilheit wegen von jeher bekannt waren, Hesych. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseaux</i> :<br /><b>1</b> (ὁ, <i>rar.</i> ἡ) moineau;<br /><b>2</b> (ἡ) autruche;<br /><b>3</b> (ὁ, ἡ) coq, poule;<br /><b>II.</b> (ὁ) cognassier ; coing.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lit.</i> strazdas « grive », <i>russe</i> drozd « merle », <i>all.</i> Drossel « étourneau ». | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρουθός''': ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· [[διότι]] ἡ [[λέξις]] καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν [[μέτρον]] καὶ [[εἶναι]] τοσοῦτον [[ξένη]] εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, [[ὥστε]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ [[μέγας]] στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ [[στρουθοκάμηλος]], Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς [[κατάγαιος]] (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ [[χερσαῖος]]. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ [[ἁπλῶς]] στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ [[στρουθοκάμηλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. [[κατοικάς]], «ὄρνιθα», «[[κόττα]]», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. [[στρουθός]], ἡ, [[βοτάνη]] τις, = [[στρουθίον]] ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. [[στρουθός]], ὁ, [[λάγνος]] [[ἄνθρωπος]], αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. [[στρουθίον]] ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς [[σπουδή]], studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον [[στροῦς]], ὃ ἴδε). | |lstext='''στρουθός''': ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς [[ἐπειδὴ]] ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· [[διότι]] ἡ [[λέξις]] καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν [[μέτρον]] καὶ [[εἶναι]] τοσοῦτον [[ξένη]] εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, [[ὥστε]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ [[μέγας]] στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ [[στρουθοκάμηλος]], Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς [[κατάγαιος]] (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ [[χερσαῖος]]. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ [[ἁπλῶς]] στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ [[στρουθοκάμηλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. [[κατοικάς]], «ὄρνιθα», «[[κόττα]]», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. [[στρουθός]], ἡ, [[βοτάνη]] τις, = [[στρουθίον]] ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. [[στρουθός]], ὁ, [[λάγνος]] [[ἄνθρωπος]], αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. [[στρουθίον]] ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς [[σπουδή]], studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον [[στροῦς]], ὃ ἴδε). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |