συμπείθω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;<br /><b>2</b> encourager, exhorter;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπείθομαι se laisser persuader.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πείθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπείθω''': [[πείθω]] [[ὁμοῦ]], συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
|lstext='''συμπείθω''': [[πείθω]] [[ὁμοῦ]], συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι [[αὐτόθι]] 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;<br /><b>2</b> encourager, exhorter;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπείθομαι se laisser persuader.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πείθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml