συναθροίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν [[δύναμις]], Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν [[δύναμις]], Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
}}
{{bailly
|btext=rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; <i>Pass.</i> se rassembler, se serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁθροίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναθροίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἀθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ [[σῶμα]] παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων [[συνάγω]] αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ [[κάταγμα]] εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν [[ὁμοῦ]] συναθροισθέντων ποσῶν, [[αὐτόθι]] 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· [[δόξα]] τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613.
|lstext='''συναθροίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἀθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ [[σῶμα]] παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων [[συνάγω]] αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ [[κάταγμα]] εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν [[ὁμοῦ]] συναθροισθέντων ποσῶν, [[αὐτόθι]] 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· [[δόξα]] τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613.
}}
{{bailly
|btext=rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; <i>Pass.</i> se rassembler, se serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁθροίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR