συμφυσάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] zusammenblasen; ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, Ar. Equ. 466, Schol. κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Übertr., sprichwörtlich τὸ συμπνεῦσαι καὶ καθ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, Plat. Legg. IV, 708 d, wie wir sagen in [[ein]] Horn blasen, d. i. zusammenstimmen. – Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, Plut. Sertor. 17, er entsteht und bläs't daher.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] zusammenblasen; ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, Ar. Equ. 466, Schol. κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Übertr., sprichwörtlich τὸ συμπνεῦσαι καὶ καθ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, Plat. Legg. IV, 708 d, wie wir sagen in [[ein]] Horn blasen, d. i. zusammenstimmen. – Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, Plut. Sertor. 17, er entsteht und bläs't daher.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />souffler en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φυσάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφῡσάω''': φυσῶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 7, ἐν τῷ παθ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατιν. conflare, μηχανῶμαι, [[κατασκευάζω]], ταῦτ’ ἐφ’ οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, «κατασκευαζόμενα· ἐπὶ τίνι συμπνέουσι καὶ ὁμοφωνοῦσιν ὅτι Κλέων καὶ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν αὐτοὺς οὐκ ἀγνοεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 468. ΙΙ. μεταφ., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) ξυμφυσῆσαι, νὰ φυσήσῃ τις (ὡς λέγει ἡ [[παροιμία]]) εἰς τὸ αὐτὸ [[κέρας]], δηλ. νὰ συνεργασθῇ τις, Πλάτ. Νόμ. 708D. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, φυσῶ, [[πνέω]] συγχρόνως, Πλουτ. Σερτώρ. 17.
|lstext='''συμφῡσάω''': φυσῶ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 7, ἐν τῷ παθ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς τὸ Λατιν. conflare, μηχανῶμαι, [[κατασκευάζω]], ταῦτ’ ἐφ’ οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, «κατασκευαζόμενα· ἐπὶ τίνι συμπνέουσι καὶ ὁμοφωνοῦσιν ὅτι Κλέων καὶ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν αὐτοὺς οὐκ ἀγνοεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 468. ΙΙ. μεταφ., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) ξυμφυσῆσαι, νὰ φυσήσῃ τις (ὡς λέγει ἡ [[παροιμία]]) εἰς τὸ αὐτὸ [[κέρας]], δηλ. νὰ συνεργασθῇ τις, Πλάτ. Νόμ. 708D. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, φυσῶ, [[πνέω]] συγχρόνως, Πλουτ. Σερτώρ. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />souffler en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φυσάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm