συνεκκομίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1012.png Seite 1012]] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1012.png Seite 1012]] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> emporter ensemble <i>ou</i> en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;<br /><b>2</b> aider à porter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκκομίζω''': [[ἐκκομίζω]], [[κομίζω]] ἔξω [[ὁμοῦ]], αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. [[συνεκφέρω]]. <br />ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν [[ὁμοῦ]], συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
|lstext='''συνεκκομίζω''': [[ἐκκομίζω]], [[κομίζω]] ἔξω [[ὁμοῦ]], αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. [[συνεκφέρω]]. <br />ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν [[ὁμοῦ]], συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> emporter ensemble <i>ou</i> en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;<br /><b>2</b> aider à porter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκομίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml