συνεπαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunepai/rw
|Beta Code=sunepai/rw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[raise at the same time]] or [[lift at the same time]], ἑαυτόν X.Eq.7.2; τὰ πρόσθια σκέλη Arist.HA576b27:—Pass., [[swell at the same time]], Gal.18(2).266; to [[be elevated together]], ἡ λέξις τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων σ. Luc.Hist.Conscr.45, cf. Procl.Inst.209.<br><span class="bld">II</span> [[urge on together]] or [[urge also]], c. inf., X.Smp.8.24, Oec.5.5:—Pass., [[rise together with]], τοῖς δημαγωγοῖς, of the [[rabble]], Plu.Cor.12, cf. J.BJ Prooem.2.<br><span class="bld">III</span> συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ = [[being carried to]] (the [[foetus]]) with the [[blood]], Aët.9.22.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[raise at the same time]] or [[lift at the same time]], ἑαυτόν X.Eq.7.2; τὰ πρόσθια σκέλη Arist.HA576b27:—Pass., [[swell at the same time]], Gal.18(2).266; to [[be elevated together]], ἡ λέξις τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων σ. Luc.Hist.Conscr.45, cf. Procl.Inst.209.<br><span class="bld">II</span> [[urge on together]] or [[urge also]], c. inf., X.Smp.8.24, Oec.5.5:—Pass., [[rise together with]], τοῖς δημαγωγοῖς, of the [[rabble]], Plu.Cor.12, cf. J.BJ Prooem.2.<br><span class="bld">III</span> συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ = [[being carried to]] (the [[foetus]]) with the [[blood]], Aët.9.22.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> donner en même temps de l'élévation, de la noblesse;<br /><b>2</b> exciter avec <i>ou</i> en même temps à, inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπαίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἡ [[λέξις]] τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], παρορμῶ [[ὁμοῦ]] ἢ [[ὡσαύτως]], μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.
|lstext='''συνεπαίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὁμοῦ]] ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι [[ὁμοῦ]], ἡ [[λέξις]] τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, [[προτρέπω]], παρορμῶ [[ὁμοῦ]] ἢ [[ὡσαύτως]], μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> donner en même temps de l'élévation, de la noblesse;<br /><b>2</b> exciter avec <i>ou</i> en même temps à, inf.;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml