συνεδρία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von [[διεδρία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] ἡ, das Zusammen- oder Beisammensitzen, Xen. Mem. 4, 2, 3; Versammlung, Vereinigung, wie ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι verbunden sind Aesch. Prom. 490; bes. Versammlung, um Rath zu pflegen, Rathssitzung. – Von Kriegsheeren, d. i. Standquartiere. – In der Sprache der Wahrsager das Zusammensein der gesellig lebenden Thiere, Arist. H. A. 9, 2, 1, im Ggstz von [[διεδρία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de siéger ensemble :<br /><b>1</b> assemblée, réunion (d'amis);<br /><b>2</b> assemblée délibérante;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> habitude de vivre ensemble, union.<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεδρία''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― [[συναγελασμός]], ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διεδρία]], Αἰσχύλ. Πρ. 492· «[[ὅθεν]] καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, [[συνέδριον]], Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· [[συνεδρία]] («[[συνεδρίασις]]» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν [[συνεδρία]] καὶ -εία· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.
|lstext='''συνεδρία''': ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] καθῆσθαι, ὁμὰς συγκαθημένων φίλων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 3· ― [[συναγελασμός]], ἐπὶ πτηνῶν συναγελαζομένων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διεδρία]], Αἰσχύλ. Πρ. 492· «[[ὅθεν]] καὶ τὰς διεδρίας καὶ τὰς συνεδρίας οἱ μάντεις λαμβάνουσι· διέδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10. ΙΙ. τὸ συγκαθέζεσθαι ἐν συνεδρίῳ, τὸ συνεδρεύειν, [[συνέδριον]], Αἰσχίν. 67. 1 καὶ 7· [[συνεδρία]] («[[συνεδρίασις]]» κοινῶς) τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Δίων Κ. 55. 3. ― Ὑπάρχει συνεχὴς διακύμανσις μεταξὺ τῶν γραφῶν [[συνεδρία]] καὶ -εία· ὁ [[δεύτερος]] [[τύπος]] ἐγένετο δεκτὸς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 2. 13, ἐν Πολυβ. 18. 37, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 7., 3833. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de siéger ensemble :<br /><b>1</b> assemblée, réunion (d'amis);<br /><b>2</b> assemblée délibérante;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> habitude de vivre ensemble, union.<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml