συναυξάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[αὐξάνω]]), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν [[ἀρχήν]] τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1005.png Seite 1005]] (s. [[αὐξάνω]]), mit od. zugleich vermehren, vergrößern; τὴν [[ἀρχήν]] τινι, Xen. Cyr. 8, 3, 21; τὰς δυνάμεις, Pol. 10, 35, 5; συναυξῆσαι καὶ ἐκτραγῳδῆσαι τὰς ἐπιτυχίας, ausschmücken u. vergrößern, 6, 15, 7; Plut. Philop. 1. – Pass. mit, zusammen wachsen, groß werden, Dem. 8, 72.
}}
{{bailly
|btext=accroître avec <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> s'accroître ensemble, s'accroître, grandir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐξάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] (ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 268, ὁ Ilgen διορθοῖ συνάξουσι)· συναύξειν τῇ γῇ τὰ χρήσιμα Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 6. ― Παθ., αὐξάνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· εἰ μὴ ξυναύξοινθ’ οἱ πέπλοι τῷ σώματι Εὐρ. Ἠλ. 544· ἀνδρὶ γενομένῳ [[ταῦτα]] πάντα συνηυξήθη Ἰσοκρ. 193C, πρβλ. 3C 2) βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς αὔξησιν, συναύξειν οἴκους Ξεν. Οἰκ. 3, 10· συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2· συναυξάνειν τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· ἀπὸ κοινοῦ μεγαλοποιῶ, τι Πολύβ. 6. 15, 7. ― Παθ., συναυξανομένην... τὴν δύναμιν Ξεν. Κύρ. 8. 7, 6· συναύξεσθαι [[πρός]] τι, κατ’ ἀναλογίαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 16.
|lstext='''συναυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]] (ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 268, ὁ Ilgen διορθοῖ συνάξουσι)· συναύξειν τῇ γῇ τὰ χρήσιμα Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 6. ― Παθ., αὐξάνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], «μεγαλώνω» [[ὁμοῦ]], αὐξανομένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789· εἰ μὴ ξυναύξοινθ’ οἱ πέπλοι τῷ σώματι Εὐρ. Ἠλ. 544· ἀνδρὶ γενομένῳ [[ταῦτα]] πάντα συνηυξήθη Ἰσοκρ. 193C, πρβλ. 3C 2) βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς αὔξησιν, συναύξειν οἴκους Ξεν. Οἰκ. 3, 10· συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2· συναυξάνειν τὴν ἀρχὴν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21· ἀπὸ κοινοῦ μεγαλοποιῶ, τι Πολύβ. 6. 15, 7. ― Παθ., συναυξανομένην... τὴν δύναμιν Ξεν. Κύρ. 8. 7, 6· συναύξεσθαι [[πρός]] τι, κατ’ ἀναλογίαν..., ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=accroître avec <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> s'accroître ensemble, s'accroître, grandir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐξάνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR