συναρμόζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] att. [[συναρμόττω]], zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας [[ἤδη]] τόδ' [[ἔργον]] εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι τὸ [[ὄνομα]], Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσθέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασθαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσθέντες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] att. [[συναρμόττω]], zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας [[ἤδη]] τόδ' [[ἔργον]] εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι τὸ [[ὄνομα]], Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσθέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασθαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσθέντες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> ajuster ensemble, joindre ensemble, réunir en adaptant : λίθοι [[εὖ]] συνηρμοσμένοι HDT pierres bien ajustées;<br /><b>2</b> ajuster les parties d'un tout ; ajuster, édifier, charpenter, acc.;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> adapter, ajuster : σ. βροτοὺς εὐχερείᾳ ESCHL accoutumer les hommes à prendre facilement leur parti (du crime), les rendre indifférents (au crime);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> convenir à, s'accorder avec, s'harmoniser avec, τινι : τινι σ. [[εἰς]] [[φιλίαν]] XÉN se lier d'amitié avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναρμόζομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> arranger, concilier, unir pour soi;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'accorder avec : πρὸς τὰ παρόντα XÉN s'accommoder aux circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συναρμόζω''': Ἀττ. -όττω· Δωρικ. μέλλ. -όξω Πινδ. Ν. 10. 22· ― Παθ. πρκμ. συνήρμοσμαι, ἀόρ. -ηρμόσθην· 1) ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, ὡς καὶ νῦν, [[ἁρμόζω]] [[ὁμοῦ]], [[συναρμόζω]], [[συνάπτω]] ἀκριβῶς, ἑνώνω, κεραίαν [[δίχα]] πρίσαντες ξ. [[πάλιν]] [[ὥσπερ]] αὐλὸν Θουκ. 4. 100· συναρμόζειν βλέφαρα χειρί, κλείειν αὐτὰ διὰ τῆς χειρός, Εὐρ. Φοίν. 145, πρβλ. Ι. Τ. 1167· τι πρὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 1. ― Παθ., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Ἡρόδ. 1. 163· ἀλλήλοιν ξυναρμοσθῆναι Πλάτ. Πολ. 411Ε· συναρμόζομαι, [[συνδέομαι]] διὰ γάμου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 109. 2. β) συναρμολογῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποτελέσω σύνολόν τι, [[οἷον]] [[σκάφος]], ἵππον Εὐρ. Ἑλ. 233, Τρῳ. 11· ξ. πόλιν Πλάτ. Νόμ. 628Α· ξ. τοὺς πολίτας πυθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Ε· τὰ τῆς ἀρχῆς οὐ [[καλῶς]] συνηρμοσμένα Δημ. 154. 16. 2) ἐπὶ συναρμογῆς ἔργῳ γινομένης ἢ κατὰ διάνοιαν, συν. βίαν καὶ δίκαν Σόλων 35. 14· καρπὸν δίκᾳ Πινδ. Ν. 10. 22· πρὸς ἑαυτό τι Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Τίμ. 35Β· [[τρία]] [[ὄντα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 443D· [[ἀλλήλων]] ἀφεστώσας ἰδέας Ἰσοκρ. 312C· ― [[συντίθημι]] λέξιν, ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 414Β. 3) μεταφ., συμμορφώνω, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, δηλ. [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ ἀδιαφορῶσι πρὸς τὰ ἐγκλήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495 (πρβλ. εὐχέρειαν ἐντίκτειν τοῖς νέοις τῆς πονηρίας Πλάτ. Πολ. 391Ε)· [[ὅταν]] γὰρ εὖ συναρμόσῃ τις τοῖς συνοῦσι τὸν τρόπον, τόθ’ ἡ μεγίστη [[τέρψις]] ἐξευρίσκεται Ἔφιππος ἐν «Ἐμπολῇ» 2. 4. ― Παθ., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Ξεν. Ἀπολ. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ μουσικῆς [[λύρα]] συνηρμοσμένη πρὸς τὸν αὐλὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 3. 1. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἁρμόζω]], εἶμαι ἁρμόζων, [[κατάλληλος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8, 3, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 5. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, ἀλλήλοις Πλάτ. Πρωτ. 333Α· σ. εἰς φιλίαν τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 20· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 60, Πλάτ. Θεαίτ. 204Α, κτλ.· ξ. εἰς ἅπαντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 729Α. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σχεδὸν ὡς ἐν τῷ ἐνεργητ., [[συνάπτω]] [[ὁμοῦ]], [[συνδέω]], ἑνώνω, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 53C, Πολιτικ. 309C· τι [[πρός]] τι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. τ. 81, 18, Πλούτ. 2) [[προσαρμόζω]] ἐμαυτόν, συμμορφοῦμαι, ἅπαντι καιρῷ Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Σωκρ. παρὰ Στοβ. 56. 7.
|lstext='''συναρμόζω''': Ἀττ. -όττω· Δωρικ. μέλλ. -όξω Πινδ. Ν. 10. 22· ― Παθ. πρκμ. συνήρμοσμαι, ἀόρ. -ηρμόσθην· 1) ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, ὡς καὶ νῦν, [[ἁρμόζω]] [[ὁμοῦ]], [[συναρμόζω]], [[συνάπτω]] ἀκριβῶς, ἑνώνω, κεραίαν [[δίχα]] πρίσαντες ξ. [[πάλιν]] [[ὥσπερ]] αὐλὸν Θουκ. 4. 100· συναρμόζειν βλέφαρα χειρί, κλείειν αὐτὰ διὰ τῆς χειρός, Εὐρ. Φοίν. 145, πρβλ. Ι. Τ. 1167· τι πρὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 1. ― Παθ., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Ἡρόδ. 1. 163· ἀλλήλοιν ξυναρμοσθῆναι Πλάτ. Πολ. 411Ε· συναρμόζομαι, [[συνδέομαι]] διὰ γάμου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 109. 2. β) συναρμολογῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἀποτελέσω σύνολόν τι, [[οἷον]] [[σκάφος]], ἵππον Εὐρ. Ἑλ. 233, Τρῳ. 11· ξ. πόλιν Πλάτ. Νόμ. 628Α· ξ. τοὺς πολίτας πυθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519Ε· τὰ τῆς ἀρχῆς οὐ [[καλῶς]] συνηρμοσμένα Δημ. 154. 16. 2) ἐπὶ συναρμογῆς ἔργῳ γινομένης ἢ κατὰ διάνοιαν, συν. βίαν καὶ δίκαν Σόλων 35. 14· καρπὸν δίκᾳ Πινδ. Ν. 10. 22· πρὸς ἑαυτό τι Ἱππ. π. Ἀέρ. 286· εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Τίμ. 35Β· [[τρία]] [[ὄντα]] σ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 443D· [[ἀλλήλων]] ἀφεστώσας ἰδέας Ἰσοκρ. 312C· ― [[συντίθημι]] λέξιν, ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 414Β. 3) μεταφ., συμμορφώνω, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, δηλ. [[κάμνω]] αὐτοὺς νὰ ἀδιαφορῶσι πρὸς τὰ ἐγκλήματα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495 (πρβλ. εὐχέρειαν ἐντίκτειν τοῖς νέοις τῆς πονηρίας Πλάτ. Πολ. 391Ε)· [[ὅταν]] γὰρ εὖ συναρμόσῃ τις τοῖς συνοῦσι τὸν τρόπον, τόθ’ ἡ μεγίστη [[τέρψις]] ἐξευρίσκεται Ἔφιππος ἐν «Ἐμπολῇ» 2. 4. ― Παθ., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Ξεν. Ἀπολ. 16· [[μάλιστα]] ἐπὶ μουσικῆς [[λύρα]] συνηρμοσμένη πρὸς τὸν αὐλὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 3. 1. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἁρμόζω]], εἶμαι ἁρμόζων, [[κατάλληλος]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2, 8, 3, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 5. 2) μεταφορ., συμφωνῶ, ἀλλήλοις Πλάτ. Πρωτ. 333Α· σ. εἰς φιλίαν τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 20· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 60, Πλάτ. Θεαίτ. 204Α, κτλ.· ξ. εἰς ἅπαντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 729Α. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σχεδὸν ὡς ἐν τῷ ἐνεργητ., [[συνάπτω]] [[ὁμοῦ]], [[συνδέω]], ἑνώνω, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 53C, Πολιτικ. 309C· τι [[πρός]] τι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. τ. 81, 18, Πλούτ. 2) [[προσαρμόζω]] ἐμαυτόν, συμμορφοῦμαι, ἅπαντι καιρῷ Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Σωκρ. παρὰ Στοβ. 56. 7.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> ajuster ensemble, joindre ensemble, réunir en adaptant : λίθοι [[εὖ]] συνηρμοσμένοι HDT pierres bien ajustées;<br /><b>2</b> ajuster les parties d'un tout ; ajuster, édifier, charpenter, acc.;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> adapter, ajuster : σ. βροτοὺς εὐχερείᾳ ESCHL accoutumer les hommes à prendre facilement leur parti (du crime), les rendre indifférents (au crime);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> convenir à, s'accorder avec, s'harmoniser avec, τινι : τινι σ. [[εἰς]] [[φιλίαν]] XÉN se lier d'amitié avec qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συναρμόζομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> arranger, concilier, unir pour soi;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'accorder avec : πρὸς τὰ παρόντα XÉN s'accommoder aux circonstances.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρμόζω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater