συνεθίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] (s. [[ἐθίζω]]), womit od. wozu gewöhnen; Thuc. 4, 34; μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ ξυνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, Plat. Rep. IX, 589 a; συνειθισμένον, Soph. 236, d; [[συνεθιστέον]] τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι, Rep. VII, 520 c; μελέτα περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων λέγειν, ἵνα συνεθισθῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν, damit du dich zugleich gewöhnst, Isocr. 2, 38; [[ἡμεῖς]] δὲ ἑαυτοὺς χρῆσθαι λόγοις συνεθίζομεν, Plut. Symp. VII prooem. u. öfter; εἰ τὰ βέλτιστα ὑμᾶς ἀκούειν [[συνεθίζω]], Dem. 13, 13; αἷς ἔδει συνειθίσθαι τοὺς ἱππεῖς, Pol. 10, 21, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1010.png Seite 1010]] (s. [[ἐθίζω]]), womit od. wozu gewöhnen; Thuc. 4, 34; μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ ξυνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, Plat. Rep. IX, 589 a; συνειθισμένον, Soph. 236, d; [[συνεθιστέον]] τὰ σκοτεινὰ θεάσασθαι, Rep. VII, 520 c; μελέτα περὶ καλῶν ἐπιτηδευμάτων λέγειν, ἵνα συνεθισθῇς ὅμοια τοῖς εἰρημένοις φρονεῖν, damit du dich zugleich gewöhnst, Isocr. 2, 38; [[ἡμεῖς]] δὲ ἑαυτοὺς χρῆσθαι λόγοις συνεθίζομεν, Plut. Symp. VII prooem. u. öfter; εἰ τὰ βέλτιστα ὑμᾶς ἀκούειν [[συνεθίζω]], Dem. 13, 13; αἷς ἔδει συνειθίσθαι τοὺς ἱππεῖς, Pol. 10, 21, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνειθίσθην, <i>pf.</i> συνείθισμαι;<br />habituer à ; <i>Pass.</i> s'habituer à, inf. ; <i>à l'ao. et au pf.</i> : être habitué à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐθίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεθίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[συνηθίζω]] τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· [[συνεθίζω]] τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, [[συνηθίζω]], [[γυμνάζω]] τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι [[μᾶλλον]] [[μηκέτι]] δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, [[συνήθεια]], Λυσί. 92. 31.
|lstext='''συνεθίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, [[συνηθίζω]] τινά, ἐξοικειώνω, ἕτερον ἑτέρῳ Πλάτ. Πολ. 589Α· σ. τινὰ ποιεῖν τι, [[συνηθίζω]] τινὰ νὰ ποιῇ τι, Δημ. 109· ἐν τέλει, Αἰσχίν. 4. 17, κτλ.· [[συνεθίζω]] τινὰ πρὸς τὰ ψύχη, [[συνηθίζω]], [[γυμνάζω]] τινὰ νὰ ὑπομένῃ τὰ ψύχη, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2· σ. κατὰ μικρὸν ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 9. ― Παθ., συνειθισμένοι [[μᾶλλον]] [[μηκέτι]] δεινοὺς αὐτοὺς ὁμοίως σφίσι φαίνεσθαι Θουκ. 4. 34, Πλάτ. Θεαίτ. 146Β, Πολιτ. 285Α, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 17· μετ’ ἀπαρεμ., συνειθίσθην ποιεῖν τι Ἰσοκρ. 22C, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 14, 6· τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστ. Προβλ. 18. 6· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συνειθισμένον ἦν, εἶχε καταστῆ σύνηθες, [[συνήθεια]], Λυσί. 92. 31.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνειθίσθην, <i>pf.</i> συνείθισμαι;<br />habituer à ; <i>Pass.</i> s'habituer à, inf. ; <i>à l'ao. et au pf.</i> : être habitué à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐθίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml