σύντροφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον [[γένος]], Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., [[οὐκέτι]] συντρόφοις ὀργαῖς [[ἔμπεδος]], ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ [[σύντροφος]], Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ [[σύντροφος]], Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέθας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς [[πάλαι]] ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft [[πρόμαχος]] καὶ [[σύντροφος]] ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον [[γένος]], Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., [[οὐκέτι]] συντρόφοις ὀργαῖς [[ἔμπεδος]], ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ [[σύντροφος]], Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ [[σύντροφος]], Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέθας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς [[πάλαι]] ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft [[πρόμαχος]] καὶ [[σύντροφος]] ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> nourri <i>ou</i> élevé avec, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> qui vit avec, compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι ; <i>en parl. d'animaux</i> qui vit avec, familier avec, τινι ; <i>abs., en parl. d'animaux</i> compagnon ; <i>avec un dat. de chose</i> [[σύντροφος]] τῂ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ LUC nourri dans la philosophie et la pauvreté;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> naturel, habituel ; τὰ ξύντροφα THC les maux <i>ou</i> les accidents ordinaires ; <i>avec un rég.</i> familier à, habituel à : τινι, τινος à qqn;<br /><b>II.</b> qui aide à nourrir ; qui aide à préserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συντρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύντροφος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἀνατεθραμμένος μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 99· ὦ Κύπριδι... καὶ Χάρισι... ξύντροφε Διαλλαγὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἀνατραφεὶς ὡς [[ἀδελφός]], οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Φύλαρ. παρ’ Ἀθην. 271Ε· καὶ ἐν κωμικ. φράσει, τηγάνών τε σύντροφα... μειρακύλλια Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 2, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4, κτλ. ― συχν. ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, σ. αὐτοῖσι ἀνθρώποισι Ἡρόδ. 2. 65· τοῖς θηρίοις [[πόθος]] τῶν σ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 4· ἐστὶ [[λέων]] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη [[λίαν]] [[φιλοπαίγμων]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· σ. [[κυνίδιον]], [[ὄρνις]] Πλούτ., κλπ.· ― ἀπολ., τὸ σ. γένος, οἱ μετ’ ἐμοῦ ἀνατραφέντες, λέγει ὁ [[Αἴας]] περὶ τῶν Ἀθηναίων, Σοφ. Αἴ. 861· ὁ ἔχων ἕξεις ὁμοίας [[πρός]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 949C· ― συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Ζωτίκῳ συντρόφῳ, τῷ θετῷ ἀδελφῷ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3109, πρβλ. 3142. 3., 3268, κ. ἀλλ., πρβλ. [[συντρόφη]]· ― τὸ σύντροφον = [[συντροφία]] Ι, 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 4. 2) [[καθόλου]], ὁ μετά τινος συζῶν, τοῖς φονεῦσι Σοφ. Ἠλέκ. 1190· σ. [[ὄμμα]], τὸ [[ὄμμα]] ἢ ἡ [[παρουσία]] συντρόφου, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 171· ὁ συνῳκειωμένος, ἐξῳκειωμένος, εἰθισμένος εἴς τι, σ. ὢν (ἐξυπακ. ἀνάγκαις) Εὐριπ. Ι. Τ. 1119· γυμνασίῳ Πλούτ. 2. 13 C· φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ Λουκ. Νιγρῖν. 12. 15· ― καὶ μετὰ γενικῆς, σ. τῆς τόλμης Πολύβ. 1. 74, 9· ἁρμονίης, μέθας Ἀνθ. Π. 6. 26, 423. 3) ἐπὶ πραγμάτων ὁ ἀναπτυχθεὶς μετά τινος, [[ἐγγενής]], [[φυσικός]], [[συνήθης]], [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· [[φάρμακον]] ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 770· [[οὐκέτι]] συντρόφοις ὀργαῖς [[ἔμπεδος]] Σοφ. Αἴ. 639· τὰ ξύντροφα, τὰ καθ’ ἡμέραν συμβαίνοντα κακά, Θουκ. 2. 50· τὸ τῆς φύσεως ξ., τὸ ἐν αὐτῇ ἐνυπάρχον, Πλάτ. Πολιτικ. 273Β· ― σ. τινι, φυσικὸς ἢ [[συνήθης]] εἴς τι, Ἱππ. π. Ἰατρεῖον 744· τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ [[σύντροφος]] Ἡρόδ. 7. 102· μετὰ γενικ., [[κτύπος]] φωτὸς [[σύντροφος]] Σοφ. Φιλ. 203· ― Ἐπίρρ., συντρόφως ἔχειν τινὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 773. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀπὸ κοινοῦ ποιμαίνων ἢ φυλάσσων, τῆς ἀγέλης Πλάτ. Πολιτ. 267Ε. 2) σ. ζωῆς, ὁ συντελῶν εἰς διατήρησιν τῆς ζωῆς, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 8· ξ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἰς τὸ νὰ τρέφῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 845D.
|lstext='''σύντροφος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] ἀνατεθραμμένος μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 99· ὦ Κύπριδι... καὶ Χάρισι... ξύντροφε Διαλλαγὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἀνατραφεὶς ὡς [[ἀδελφός]], οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Φύλαρ. παρ’ Ἀθην. 271Ε· καὶ ἐν κωμικ. φράσει, τηγάνών τε σύντροφα... μειρακύλλια Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 2, πρβλ. Πολύβ. 5. 9, 4, κτλ. ― συχν. ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, σ. αὐτοῖσι ἀνθρώποισι Ἡρόδ. 2. 65· τοῖς θηρίοις [[πόθος]] τῶν σ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 4· ἐστὶ [[λέων]] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη [[λίαν]] [[φιλοπαίγμων]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· σ. [[κυνίδιον]], [[ὄρνις]] Πλούτ., κλπ.· ― ἀπολ., τὸ σ. γένος, οἱ μετ’ ἐμοῦ ἀνατραφέντες, λέγει ὁ [[Αἴας]] περὶ τῶν Ἀθηναίων, Σοφ. Αἴ. 861· ὁ ἔχων ἕξεις ὁμοίας [[πρός]] τινα, Πλάτ. Νόμ. 949C· ― συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Ζωτίκῳ συντρόφῳ, τῷ θετῷ ἀδελφῷ, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3109, πρβλ. 3142. 3., 3268, κ. ἀλλ., πρβλ. [[συντρόφη]]· ― τὸ σύντροφον = [[συντροφία]] Ι, 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 4. 2) [[καθόλου]], ὁ μετά τινος συζῶν, τοῖς φονεῦσι Σοφ. Ἠλέκ. 1190· σ. [[ὄμμα]], τὸ [[ὄμμα]] ἢ ἡ [[παρουσία]] συντρόφου, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 171· ὁ συνῳκειωμένος, ἐξῳκειωμένος, εἰθισμένος εἴς τι, σ. ὢν (ἐξυπακ. ἀνάγκαις) Εὐριπ. Ι. Τ. 1119· γυμνασίῳ Πλούτ. 2. 13 C· φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ Λουκ. Νιγρῖν. 12. 15· ― καὶ μετὰ γενικῆς, σ. τῆς τόλμης Πολύβ. 1. 74, 9· ἁρμονίης, μέθας Ἀνθ. Π. 6. 26, 423. 3) ἐπὶ πραγμάτων ὁ ἀναπτυχθεὶς μετά τινος, [[ἐγγενής]], [[φυσικός]], [[συνήθης]], [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· [[φάρμακον]] ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 770· [[οὐκέτι]] συντρόφοις ὀργαῖς [[ἔμπεδος]] Σοφ. Αἴ. 639· τὰ ξύντροφα, τὰ καθ’ ἡμέραν συμβαίνοντα κακά, Θουκ. 2. 50· τὸ τῆς φύσεως ξ., τὸ ἐν αὐτῇ ἐνυπάρχον, Πλάτ. Πολιτικ. 273Β· ― σ. τινι, φυσικὸς ἢ [[συνήθης]] εἴς τι, Ἱππ. π. Ἰατρεῖον 744· τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ [[σύντροφος]] Ἡρόδ. 7. 102· μετὰ γενικ., [[κτύπος]] φωτὸς [[σύντροφος]] Σοφ. Φιλ. 203· ― Ἐπίρρ., συντρόφως ἔχειν τινὶ Ἱππ. π. Ἀγμ. 773. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀπὸ κοινοῦ ποιμαίνων ἢ φυλάσσων, τῆς ἀγέλης Πλάτ. Πολιτ. 267Ε. 2) σ. ζωῆς, ὁ συντελῶν εἰς διατήρησιν τῆς ζωῆς, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 8· ξ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἰς τὸ νὰ τρέφῃ τινά, Πλάτ. Νόμ. 845D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> nourri <i>ou</i> élevé avec, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> qui vit avec, compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι ; <i>en parl. d'animaux</i> qui vit avec, familier avec, τινι ; <i>abs., en parl. d'animaux</i> compagnon ; <i>avec un dat. de chose</i> [[σύντροφος]] τῂ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ LUC nourri dans la philosophie et la pauvreté;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> naturel, habituel ; τὰ ξύντροφα THC les maux <i>ou</i> les accidents ordinaires ; <i>avec un rég.</i> familier à, habituel à : τινι, τινος à qqn;<br /><b>II.</b> qui aide à nourrir ; qui aide à préserver, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συντρέφω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR