3,273,762
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[board]], [[education]], [[feeding]], [[food]], [[maintenance]], [[rearing]], [[support]], [[sustenance]], [[provisions]] | |woodrun=[[board]], [[education]], [[feeding]], [[food]], [[maintenance]], [[rearing]], [[support]], [[sustenance]], [[provisions]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de nourrir, nourriture ; [[ἐν]] τροφαῖσιν ESCHL tandis qu’il était en nourrice ; éducation ; <i>en gén.</i> soin, entretien;<br /><b>2</b> nourriture, aliment ; <i>particul.</i> approvisionnements d'une armée, <i>etc. ; en gén.</i> ressources d'une armée ; ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre;<br /><b>3</b> genre de vie, vie;<br /><b>II.</b> nourrisson ; génération.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφή''': ἡ, ([[τρέφω]]) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν [[αὐτοῦ]], χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ [[ἔνδον]] [[οἰκοποιός]] ἐστί τις [[τροφή]]; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. [[εἴσειμι]] [[πρός]] σε [[ψιλός]], οὐκ ἔχων τροφὴν [[αὐτόθι]] 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. [[αὐτόθι]] 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, [[προνομή]], ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[τρόπος]] ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[οἷον]] τὸ [[τόξον]] τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) [[φαγητόν]], τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. [[τροφή]], [[ἀνατροφή]], [[παιδία]]... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· [[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· [[νέας]] τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· συχν. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ [[εἶναι]] τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ [[τροφεῖα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) [[ἀνατροφή]], Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ [[παιδεία]], συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ [[πάλαι]] νέα [[τροφή]], νέα θρέμματα, νέα [[γενεά]], Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. [[ἐπίκοτος]]· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189. | |lstext='''τροφή''': ἡ, ([[τρέφω]]) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν [[αὐτοῦ]], χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ [[ἔνδον]] [[οἰκοποιός]] ἐστί τις [[τροφή]]; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. [[εἴσειμι]] [[πρός]] σε [[ψιλός]], οὐκ ἔχων τροφὴν [[αὐτόθι]] 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. [[αὐτόθι]] 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, [[προνομή]], ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[τρόπος]] ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[οἷον]] τὸ [[τόξον]] τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) [[φαγητόν]], τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. [[τροφή]], [[ἀνατροφή]], [[παιδία]]... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· [[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· [[νέας]] τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· συχν. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ [[εἶναι]] τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ [[τροφεῖα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) [[ἀνατροφή]], Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ [[παιδεία]], συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ [[πάλαι]] νέα [[τροφή]], νέα θρέμματα, νέα [[γενεά]], Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. [[ἐπίκοτος]]· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |