τόλμα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1126.png Seite 1126]] ἡ, auch [[τόλμη]], der Muth, Etwas zu unternehmen, [[Kühnheit]], Dreistigkeit; Pind. [[τόλμα]] καὶ [[δύναμις]] ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐθεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σθένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης [[ἕκατι]] κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί [[τέρμα]] τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ [[ἀναίδεια]], Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ [[θρασύτης]], Lach. 197 b; καὶ [[ἀναισχυντία]], Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt [[τόλμη]], nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich [[τόλμα]] auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ταάω, ταλα'Ω, tolerare.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1126.png Seite 1126]] ἡ, auch [[τόλμη]], der Muth, Etwas zu unternehmen, [[Kühnheit]], Dreistigkeit; Pind. [[τόλμα]] καὶ [[δύναμις]] ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐθεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σθένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης [[ἕκατι]] κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί [[τέρμα]] τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ [[ἀναίδεια]], Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ [[θρασύτης]], Lach. 197 b; καὶ [[ἀναισχυντία]], Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt [[τόλμη]], nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich [[τόλμα]] auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ταάω, ταλα'Ω, tolerare.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au sens abstrait</i>;<br /><b>1</b> hardiesse, résolution;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> audace;<br /><b>II.</b> <i>au sens concret</i> acte audacieux.<br />'''Étymologie:''' R. Ταλ, porter, supporter, avoir la force <i>ou</i> le courage de ; v. [[τλάω]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér. prés. de</i> [[τολμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τόλμᾰ''': -ης, -ἡ, καὶ [[χάριν]] τοῦ μέτρου [[τόλμη]], [[ὅπερ]] Φρύνιχος ὁ Ἀράβιος ἐν τοῖς Α. Β. 66, 23, παραβάλλει πρὸς τὸ [[πρύμνη]] ἀντὶ [[πρύμνα]]· ἀλλὰ μόνον ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τόλμᾰ ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, Εὐρ. Ἀνδρ. 702, Ἴων 1264, Ἀποσπ. 430a, (παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1416, ἥδε [[τόλμα]] σου [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφή)· τόλμᾱ [[εἶναι]] Δωρικ., ὡς παρὰ Πινδ. Ὡς καὶ νῦν, [[τόλμη]], θάρρος, [[ἀφοβία]], Πινδ. Ο. 9. 122, κλπ., Ἡρόδ. 2. 121, 6., 7. 135, καὶ Ἀττικ.· [[τόλμα]] καλῶν, θάρρος, πρὸς καλάς, γενναίας πράξεις, Πινδ. Ν. 7. 86· τῶνδε τόλμαν σχέθειν, ἔχειν τόλμην πρὸς ἐκτέλεσιν τούτων, Αἰσχύλ. Πρ. 16. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπερίσκεπτος]] καὶ [[ἀλόγιστος]] [[τόλμη]], [[θρασύτης]], [[ἰταμότης]], Λατ. audacia, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 996· πῶς ουν... ἐς τόδ’ ἂν τόλμης ἔβη; Σοφ. Ο. Τ. 125, Εὐριπ., κλπ.· τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 702· τ. [[ἀλόγιστος]] Θουκ. 3. 82, πρβλ. 6. 59· τόλμ. καὶ [[ἀναίδεια]] Ἰσαῖ. 60. 43· καὶ [[θρασύτης]] Πλάτ. Λάχ. 197Β· καὶ [[ἀναισχυντία]] Ἀντιφῶν 123. 1, Πλάτ. Ἀπολ. 38D· ἡ [[ἄφρων]] τ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193D. ΙΙ. [[παράτολμος]] [[πρᾶξις]], φίλτρα τόλμης τῆσδε Αἰσχύλ. Χο. 1029· τόλμαν ἂν [[ἔρεξα]] Εὐρ. Ἀνδρ. 838· πληθ., κακὰς δὲ τόλμας μήτ’ ἐπισταίμην ἐγὼ Σοφ. Τρ. 583, πρβλ. Αἴ. 46· ἀνόσιοι πληγῶν τ. Πλάτ. Νόμ. 881A. (Ἴδε ἐν λέξ. *[[τλάω]]).
|lstext='''τόλμᾰ''': -ης, -ἡ, καὶ [[χάριν]] τοῦ μέτρου [[τόλμη]], [[ὅπερ]] Φρύνιχος ὁ Ἀράβιος ἐν τοῖς Α. Β. 66, 23, παραβάλλει πρὸς τὸ [[πρύμνη]] ἀντὶ [[πρύμνα]]· ἀλλὰ μόνον ὁ ὁμαλὸς [[τύπος]] τόλμᾰ ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, Εὐρ. Ἀνδρ. 702, Ἴων 1264, Ἀποσπ. 430a, (παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1416, ἥδε [[τόλμα]] σου [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφή)· τόλμᾱ [[εἶναι]] Δωρικ., ὡς παρὰ Πινδ. Ὡς καὶ νῦν, [[τόλμη]], θάρρος, [[ἀφοβία]], Πινδ. Ο. 9. 122, κλπ., Ἡρόδ. 2. 121, 6., 7. 135, καὶ Ἀττικ.· [[τόλμα]] καλῶν, θάρρος, πρὸς καλάς, γενναίας πράξεις, Πινδ. Ν. 7. 86· τῶνδε τόλμαν σχέθειν, ἔχειν τόλμην πρὸς ἐκτέλεσιν τούτων, Αἰσχύλ. Πρ. 16. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀπερίσκεπτος]] καὶ [[ἀλόγιστος]] [[τόλμη]], [[θρασύτης]], [[ἰταμότης]], Λατ. audacia, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 996· πῶς ουν... ἐς τόδ’ ἂν τόλμης ἔβη; Σοφ. Ο. Τ. 125, Εὐριπ., κλπ.· τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 702· τ. [[ἀλόγιστος]] Θουκ. 3. 82, πρβλ. 6. 59· τόλμ. καὶ [[ἀναίδεια]] Ἰσαῖ. 60. 43· καὶ [[θρασύτης]] Πλάτ. Λάχ. 197Β· καὶ [[ἀναισχυντία]] Ἀντιφῶν 123. 1, Πλάτ. Ἀπολ. 38D· ἡ [[ἄφρων]] τ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193D. ΙΙ. [[παράτολμος]] [[πρᾶξις]], φίλτρα τόλμης τῆσδε Αἰσχύλ. Χο. 1029· τόλμαν ἂν [[ἔρεξα]] Εὐρ. Ἀνδρ. 838· πληθ., κακὰς δὲ τόλμας μήτ’ ἐπισταίμην ἐγὼ Σοφ. Τρ. 583, πρβλ. Αἴ. 46· ἀνόσιοι πληγῶν τ. Πλάτ. Νόμ. 881A. (Ἴδε ἐν λέξ. *[[τλάω]]).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au sens abstrait</i>;<br /><b>1</b> hardiesse, résolution;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> audace;<br /><b>II.</b> <i>au sens concret</i> acte audacieux.<br />'''Étymologie:''' R. Ταλ, porter, supporter, avoir la force <i>ou</i> le courage de ; v. [[τλάω]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér. prés. de</i> [[τολμάω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater