3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1294.png Seite 1294]] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />épouvantail.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόβητρον''': τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν [[πρᾶγμα]], Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189. | |lstext='''φόβητρον''': τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν [[πρᾶγμα]], Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |