3,274,216
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1317.png Seite 1317]] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον [[ἐπάγω]] χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst [[ῥητίνη]] πιτυΐνη. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> grondement de la mer;<br /><b>2</b> exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη. | |lstext='''φύσημα''': τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, [[φυσαλλίς]], [[πομφόλυξ]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος [[ἵππος]]. ΙΙΙ. [[φύσημα]] ἰσχυρόν, [[φρύαγμα]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., [[ἀλαζονεία]], «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε [[φυσάω]] Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον [[αἷμα]] ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = [[ῥητίνη]] πιτυΐνη. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |