χερμάδιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] τό (eigtl. dim. von [[χερμάς]], nach Andern neutr. vom Folgdn), ein Stein, Kiesel oder [[Feldstein]], zum Werfen gebraucht; bei Hom. von beträchtlicher Größe, Il. 5, 302 ὁ δὲ [[χερμάδιον]] λάβε χειρί, μέγα [[ἔργον]], ὃ ού δύο γ' ἀνδρε φέροιεν: vgl. 20, 285; μεγάλα 11, 265. 541; ἀ νδραχθέα Od. 10, 121; [[ὀκριόεις]] Il. 4, 518; öfters in der Vrbdg [[βάλε]] χερμαδίῳ.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1349.png Seite 1349]] τό (eigtl. dim. von [[χερμάς]], nach Andern neutr. vom Folgdn), ein Stein, Kiesel oder [[Feldstein]], zum Werfen gebraucht; bei Hom. von beträchtlicher Größe, Il. 5, 302 ὁ δὲ [[χερμάδιον]] λάβε χειρί, μέγα [[ἔργον]], ὃ ού δύο γ' ἀνδρε φέροιεν: vgl. 20, 285; μεγάλα 11, 265. 541; ἀ νδραχθέα Od. 10, 121; [[ὀκριόεις]] Il. 4, 518; öfters in der Vrbdg [[βάλε]] χερμαδίῳ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite pierre, caillou (servant de projectile).<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χερμάδιον''': [ᾰ], τό, = τῷ μεταγεν. [[χερμάς]], [[μέγας]] [[λίθος]], οἷοι ἦσαν οἱ ὑπὸ τῶν ἐν Ἰλ. ἡρώων ῥιπτόμενοι κατὰ τῶν πολεμίων, χερμαδίῳ γὰρ [[βλῆτο]] κατὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην, δεξιτερὴν Δ. 518· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν ὀγκώδεις, μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν Λ. 265, 511, πρβλ. Ξ. 410· ὁ δὲ [[χερμάδιον]] λάβε χειρί …, μέγα [[ἔργον]], ὃ οὐ δύο γ’ ἄνδρε φέροιεν Ε. 302., Υ. 285· [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον, ἐπὶ τῶν γιγάντων Λαιστρυγόνων, οἵτινες ἐρριπτον ὀγκωδεστάτους λίθους κατὰ τῶν πλοίων τοῦ Ὀδυσσέως, Κ. 121. Δὲν [[εἶναι]] ὑποκορ. τοῦ [[χερμάς]], ἀλλ’ οὐδ. ἐπιθέτου χερμάδιος, ον, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] καὶ τὸ [[μέγεθος]] χερμάδος· μολύβδαιναι χερμάδιοι, σφαῖραι ἐκ μολύβδου χρησιμεύουσαι ὡς βλήματα, Λουκ. Λεξιφ. 6. - Καθ’ Ἡσύχ. «χερμαδίῳ· χειροπληθεῖ λίθῳ».
|lstext='''χερμάδιον''': [ᾰ], τό, = τῷ μεταγεν. [[χερμάς]], [[μέγας]] [[λίθος]], οἷοι ἦσαν οἱ ὑπὸ τῶν ἐν Ἰλ. ἡρώων ῥιπτόμενοι κατὰ τῶν πολεμίων, χερμαδίῳ γὰρ [[βλῆτο]] κατὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην, δεξιτερὴν Δ. 518· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν ὀγκώδεις, μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν Λ. 265, 511, πρβλ. Ξ. 410· ὁ δὲ [[χερμάδιον]] λάβε χειρί …, μέγα [[ἔργον]], ὃ οὐ δύο γ’ ἄνδρε φέροιεν Ε. 302., Υ. 285· [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον, ἐπὶ τῶν γιγάντων Λαιστρυγόνων, οἵτινες ἐρριπτον ὀγκωδεστάτους λίθους κατὰ τῶν πλοίων τοῦ Ὀδυσσέως, Κ. 121. Δὲν [[εἶναι]] ὑποκορ. τοῦ [[χερμάς]], ἀλλ’ οὐδ. ἐπιθέτου χερμάδιος, ον, ὁ ἔχων τὸ [[σχῆμα]] καὶ τὸ [[μέγεθος]] χερμάδος· μολύβδαιναι χερμάδιοι, σφαῖραι ἐκ μολύβδου χρησιμεύουσαι ὡς βλήματα, Λουκ. Λεξιφ. 6. - Καθ’ Ἡσύχ. «χερμαδίῳ· χειροπληθεῖ λίθῳ».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite pierre, caillou (servant de projectile).<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth