3,277,111
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό (kein dim., wie auch der Accent zeigt), 1) Wachposten, fester Platz, Burg od. Schloß mit Besatzung, Festung; Aesch. Eum. 879; Eur. Or. 758; Thuc. 2, 18, oft; τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια καθεῖλον Lys. 12, 40; Plat. Rep. VIII, 561 b; Xen. Cyr. 1, 4,16 u. A., u. Sp., ψυχῆς Polemo 1 (XI, 38); Gefängniß, Plat. Ax. 365 e. – 2) die Besatzung, Aesch. Prom. 803 Eum. 909. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1310.png Seite 1310]] τό (kein dim., wie auch der Accent zeigt), 1) Wachposten, fester Platz, Burg od. Schloß mit Besatzung, Festung; Aesch. Eum. 879; Eur. Or. 758; Thuc. 2, 18, oft; τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια καθεῖλον Lys. 12, 40; Plat. Rep. VIII, 561 b; Xen. Cyr. 1, 4,16 u. A., u. Sp., ψυχῆς Polemo 1 (XI, 38); Gefängniß, Plat. Ax. 365 e. – 2) die Besatzung, Aesch. Prom. 803 Eum. 909. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> poste gardé, <i>particul.</i> citadelle, château fort;<br /><b>2</b> garde qui veille sur un poste.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρούριον''': τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[τόπος]] φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος [[τόπος]], κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ [[πόλις]] [[εἶναι]] [[φρούριον]] κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· [[μάλιστα]] δὲ [[ὀχύρωμα]] ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, [[πύργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. [[περίπολος]] Ι. 2) [[φυλακή]], [[εἱρκτή]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, [[πρᾶγμα]] [[ὅπερ]] πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον]. | |lstext='''φρούριον''': τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[τόπος]] φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος [[τόπος]], κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ [[πόλις]] [[εἶναι]] [[φρούριον]] κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· [[μάλιστα]] δὲ [[ὀχύρωμα]] ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, [[πύργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. [[περίπολος]] Ι. 2) [[φυλακή]], [[εἱρκτή]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, [[πρᾶγμα]] [[ὅπερ]] πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |