3,274,921
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xi=dron | |Beta Code=xi=dron | ||
|Definition=τό, mostly in plural χῖδρα, τά, [[unripe wheaten-groats]], rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.1.180</span>. | |Definition=τό, mostly in plural χῖδρα, τά, [[unripe wheaten-groats]], rubbed from the ear in the hands, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pax</span>595</span> (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>129.13</span> (iii B. C.), <span class="bibl">Alex.Trall.1.13</span>, <span class="bibl">2.1</span>, al.; νέα πεφρυγμένα χ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>2.14</span>, cf. <span class="bibl">23.14</span>: sg., <span class="bibl">Alcm.75</span>; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.1.180</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />grain de blé frais.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῖδρον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς [[σῖτος]] τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς [[εἶναι]] τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη [[κριθή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ [[τύπος]] χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, [[ἔνθα]]: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ [[σῖτος]] [[νέος]] φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα ([[ἔνθα]] νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· [[ὥστε]] αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, [[εἶναι]] ἡμαρτημέναι]. | |lstext='''χῖδρον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς [[σῖτος]] τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς [[εἶναι]] τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη [[κριθή]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ [[τύπος]] χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, [[ἔνθα]]: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ [[σῖτος]] [[νέος]] φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα ([[ἔνθα]] νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· [[ὥστε]] αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, [[εἶναι]] ἡμαρτημέναι]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |