χύτρα: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] ἡ, ion. [[κύθρα]] u. [[κύτρα]] (gewiß mit χέω zusammenhangend), 1) ein irdener [[Topf]]; Ar. oft, Plat. u. Folgde; im plur. χύτραι, der Topfmarkt, Schol. Ar. Av. 13 Poll. 7, 163; – ταύτην χύτραις [[ἱδρυτέον]], diese muß man mit Töpfen aufstellen, Ar. Pax 924, geht auf den alten Gebrauch, Altäre u. Statuen niederer Gottheiten, die in Eile aufgestellt werden sollten, mit Töpfen voll gekochter Hülsenfrüchte einzuweihen, vgl. Plut. 1197. – Komisch übertrieben λημᾶν χύτραις, Unreinigkeiten, so groß wie Kochtöpfe in den Augenwinkeln haben, wie λημᾶν κολοκύνταις, Luc. adv. ind. 33. – 2) ein Kuß, bei dem man den Andern an die Ohren faßte, ein Henkelkuß, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic. com. bei Poll. 10, 100; Theocr. 5, 133. – Im plur. αἱ χύτραι, = χύτροι, nach Brunck's Aenderung Ar. Ran. 218.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] ἡ, ion. [[κύθρα]] u. [[κύτρα]] (gewiß mit χέω zusammenhangend), 1) ein irdener [[Topf]]; Ar. oft, Plat. u. Folgde; im plur. χύτραι, der Topfmarkt, Schol. Ar. Av. 13 Poll. 7, 163; – ταύτην χύτραις [[ἱδρυτέον]], diese muß man mit Töpfen aufstellen, Ar. Pax 924, geht auf den alten Gebrauch, Altäre u. Statuen niederer Gottheiten, die in Eile aufgestellt werden sollten, mit Töpfen voll gekochter Hülsenfrüchte einzuweihen, vgl. Plut. 1197. – Komisch übertrieben λημᾶν χύτραις, Unreinigkeiten, so groß wie Kochtöpfe in den Augenwinkeln haben, wie λημᾶν κολοκύνταις, Luc. adv. ind. 33. – 2) ein Kuß, bei dem man den Andern an die Ohren faßte, ein Henkelkuß, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Eunic. com. bei Poll. 10, 100; Theocr. 5, 133. – Im plur. αἱ χύτραι, = χύτροι, nach Brunck's Aenderung Ar. Ran. 218.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vase d'argile, pot de terre, marmite ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> χύτραις ἱδρύειν τινά θεόν AR consacrer l'autel <i>ou</i> la statue de qqe dieu par l'offrande d'un pot de terre rempli de légumes cuits ; λημᾶν χύτραις LUC avoir des grains de chassie gros comme des marmites, <i>càd</i> être très chassieux et ne pas voir clair.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χύτρα''': ἡ, Ἰων. [[κύθρα]], καὶ Σικελ. (κατὰ Γρηγ. Κορίνθ. 341) [[κύτρα]]· (χέω)· ― πήλινον [[ἀγγεῖον]] πρὸς βράσιν, «τσουκάλι», Λατ. olla, Ἀριστοφ. Ἀχ. 284, Ὄρν. 43, κ. ἀλλ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· χύτραι δίωτοι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[ἐνίοτε]] εἶχε καὶ [[ἐπίθημα]], Τουρκ. «καπάκι», τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελὼν ἐποίησα τοὺς δακρύοντας γελᾶν Ἡγήσιππος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· βρέφη [[πολλάκις]] ἐξετίθεντο ἐντὸς χυτρῶν ὡς ἔκθετα, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 505· ἴδε τὰς λέξ. [[χυτρίζω]], [[χυτρισμός]]. 2) ταύτην χύτραις [[ἱδρυτέον]], πρέπει νὰ ἱδρύσωμεν (καθιερώσωμεν) διὰ χυτρῶν πλήρων ὀσπρίων, [[ἐπειδὴ]] τοιαύτη ἦτο ἡ παλαιὰ [[συνήθεια]], καθ’ ἣν βωμοὶ καὶ ἀγάλματα κατωτέρων θεῶν καθιεροῦντο διὰ χυτρῶν πλήρων ἐκ βραστῶν ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 923 κἑξ., πρβλ. Πλ. 1197, Ἀποσπ. 245. 3) αἱ χύτραι, τὸ [[μέρος]] τῆς ἀγορᾶς [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο χύτραι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 557. 3) παροιμ., λημῶ χύτραις, ἔχω «τσίμπλαις» τὸ [[μέγεθος]] ἴσας πρὸς χύτρας· κωμικὴ ὑπερβολὴ ὁμοία τῷ λημᾶν κολοκύνταις, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C· ― πρβλ. [[χύτρος]]. ΙΙ. [[φίλημα]] καθ’ ὃ εἷς ἐκράτει τὸν ἕτερον ἀπὸ τῶν ὤτων ὡς ἀπὸ λαβῶν (πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.), Λατ. osculum Florentinum, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Εὔνικος ἐν «Ἀντείᾳ» 1· ὅτι με πρᾶν οὐκ ἐφίλασε, τῶν ὤτων καθελοῖσ’ Θεόκρ. 5. 133· πρβλ. Plaut. Poen. 1. 2, 163, Tabull. 2. 5, 11· ― περὶ τούτου ὁ Lil. Gyrallus ἔγραψε πραγματείαν εὑρισκομένην ἐν τῷ Gruter’s Lampas, 2. 410 κἑξ.
|lstext='''χύτρα''': ἡ, Ἰων. [[κύθρα]], καὶ Σικελ. (κατὰ Γρηγ. Κορίνθ. 341) [[κύτρα]]· (χέω)· ― πήλινον [[ἀγγεῖον]] πρὸς βράσιν, «τσουκάλι», Λατ. olla, Ἀριστοφ. Ἀχ. 284, Ὄρν. 43, κ. ἀλλ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· χύτραι δίωτοι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· [[ἐνίοτε]] εἶχε καὶ [[ἐπίθημα]], Τουρκ. «καπάκι», τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελὼν ἐποίησα τοὺς δακρύοντας γελᾶν Ἡγήσιππος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· βρέφη [[πολλάκις]] ἐξετίθεντο ἐντὸς χυτρῶν ὡς ἔκθετα, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 505· ἴδε τὰς λέξ. [[χυτρίζω]], [[χυτρισμός]]. 2) ταύτην χύτραις [[ἱδρυτέον]], πρέπει νὰ ἱδρύσωμεν (καθιερώσωμεν) διὰ χυτρῶν πλήρων ὀσπρίων, [[ἐπειδὴ]] τοιαύτη ἦτο ἡ παλαιὰ [[συνήθεια]], καθ’ ἣν βωμοὶ καὶ ἀγάλματα κατωτέρων θεῶν καθιεροῦντο διὰ χυτρῶν πλήρων ἐκ βραστῶν ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Εἰρήν. 923 κἑξ., πρβλ. Πλ. 1197, Ἀποσπ. 245. 3) αἱ χύτραι, τὸ [[μέρος]] τῆς ἀγορᾶς [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο χύτραι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 557. 3) παροιμ., λημῶ χύτραις, ἔχω «τσίμπλαις» τὸ [[μέγεθος]] ἴσας πρὸς χύτρας· κωμικὴ ὑπερβολὴ ὁμοία τῷ λημᾶν κολοκύνταις, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C· ― πρβλ. [[χύτρος]]. ΙΙ. [[φίλημα]] καθ’ ὃ εἷς ἐκράτει τὸν ἕτερον ἀπὸ τῶν ὤτων ὡς ἀπὸ λαβῶν (πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.), Λατ. osculum Florentinum, λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν Εὔνικος ἐν «Ἀντείᾳ» 1· ὅτι με πρᾶν οὐκ ἐφίλασε, τῶν ὤτων καθελοῖσ’ Θεόκρ. 5. 133· πρβλ. Plaut. Poen. 1. 2, 163, Tabull. 2. 5, 11· ― περὶ τούτου ὁ Lil. Gyrallus ἔγραψε πραγματείαν εὑρισκομένην ἐν τῷ Gruter’s Lampas, 2. 410 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vase d'argile, pot de terre, marmite ; <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> χύτραις ἱδρύειν τινά θεόν AR consacrer l'autel <i>ou</i> la statue de qqe dieu par l'offrande d'un pot de terre rempli de légumes cuits ; λημᾶν χύτραις LUC avoir des grains de chassie gros comme des marmites, <i>càd</i> être très chassieux et ne pas voir clair.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}
{{eles
{{eles