ἀκάτιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0069.png Seite 69]] τό (dimin. von [[ἄκατος]]), 1) Nachen, ἀμφηρικόν Thuc. 4, 67, der Seeräuber, Brigantine; λεπτά Plut. Timol. 17; u. sonst. – 2) ein Segel, Luc. hist. conscr. 45 Iup. Trag. 46; unterschieden von τὰ μεγάλα [[ἱστία]] Xen. Hell. 6, 2, 27; nach Phryn. B. A. 19 [[κυρίως]] σημαίνει τὰ μικρὰ [[ἱστία]] (kleinere Segel zum Geschwindfahren), λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ μεγάλων; dah. andere es für Hauptsegel nehmen; Sprüchw. [[ἀκάτιον]] ἀράμενον φεύγειν Plut. de aud. poet. 1, u. öfter. Vgl. Schneider Epimetr. 1. ad Xen. Hell. 6. – 3) Epicrat. com. ein Becher, Athen. XI, 782 f. – 4) Nach VLL. ein Frauenschuh. Bei Ar. Lys. 64 ist τ[[ἀκάτιον]] ἤρετο wohl in τοὐκάτιον für τὸ ἑκάτειον zu ändern.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0069.png Seite 69]] τό (dimin. von [[ἄκατος]]), 1) Nachen, ἀμφηρικόν Thuc. 4, 67, der Seeräuber, Brigantine; λεπτά Plut. Timol. 17; u. sonst. – 2) ein Segel, Luc. hist. conscr. 45 Iup. Trag. 46; unterschieden von τὰ μεγάλα [[ἱστία]] Xen. Hell. 6, 2, 27; nach Phryn. B. A. 19 [[κυρίως]] σημαίνει τὰ μικρὰ [[ἱστία]] (kleinere Segel zum Geschwindfahren), λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ μεγάλων; dah. andere es für Hauptsegel nehmen; Sprüchw. [[ἀκάτιον]] ἀράμενον φεύγειν Plut. de aud. poet. 1, u. öfter. Vgl. Schneider Epimetr. 1. ad Xen. Hell. 6. – 3) Epicrat. com. ein Becher, Athen. XI, 782 f. – 4) Nach VLL. ein Frauenschuh. Bei Ar. Lys. 64 ist τ[[ἀκάτιον]] ἤρετο wohl in τοὐκάτιον für τὸ ἑκάτειον zu ändern.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> navire léger, barque de pêche, brigantin, <i>etc.</i><br /><b>2</b> voile auxiliaire (oblique <i>ou</i> latine) pour donner au navire toute sa vitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκατος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάτιον''': [ᾰκᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄκατος]], ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], ᾧ ἐχρῶντο πειραταί, Λατ. actuaria, Θουκ. 1. 29., 4. 67., Πολύβ., κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱστίου, τὸ ὁποῖον μετεχειρίζοντο, ἢ ὡς ἰδιαίτερον [[ἱστίον]] κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ μεγάλου, τοῦ τετραγώνου (μέγα [[ἱστίον]], [[ὀθόνη]]), ἢ προσέθετον αὐτὸ ἐν καιρῷ οὐρίου ἀνέμου εἰς τὸ μέγα [[ἴσως]] [[ἱστίον]] ἀπὸ τῆς πρῴρας [[μέχρι]] τοῦ ἱστοῦ διῆκον: πρβλ. [[δόλων]], ἐν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 27· ὁ Ἰφικράτης καταλείπει τὰ μεγάλα ἱστία, ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν [[πλέων]], καὶ ποιεῖται ὀλίγην χρῆσιν καὶ αὐτῶν ἔτι τῶν ἀκατίων, [[ὥστε]] φανερῶς [[ἐνταῦθα]] τὰ δύο [[ταῦτα]] ἱστία ἐχρησιμοποιοῦντο χωριστά. Ἀλλ’ ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Πλουτ. 2. 15D, [[ὅταν]] τις θέλῃ νὰ αὐξήσῃ τὴν ταχύτητα, [[ἀκάτιον]] ἀράμενος φεύγει, πρβλ. 1094D, [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὰ ἀκάτια πρέπει νὰ ἐχρησίμευον ὡς προσθῆκαι εἰς τὰ συνήθη τετράγωνα ἱστία· καὶ ἐν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 46· ὁ [[ἄνεμος]] ἐμπτίπτων τῇ ὀθόνῃ καὶ ἐμπιπλὰς τὰ ἀκάτια, τὰ δύο ἀναφέρονται ὡς [[ὁμοῦ]] ἐνεργοῦντα, πρβλ. Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 45: - παρ’ Ἐπικράτ. Ἄδηλ. 2 ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τοῦ [[ἀκάτιον]] ([[ἱστίον]] καὶ [[ποτήριον]]· ἴδε [[ἄκατος]] ΙΙ)· κατάβαλλε τἀκάτια, καὶ κυλίκια (;) αἴρου τὰ μείζω, ἄφες τὰ ποτηράκια (εἶχον δὲ [[ταῦτα]] [[σχῆμα]] πλοίου) καὶ πάρε τὰ μεγάλα. ΙΙΙ. [[εἶδος]] σανδαλίου γυναικείου, Πολυδ. 7. 93., Ἡσύχ. IV. μικρὸς [[ἄνθρωπος]], [[νᾶνος]], Φρύν. ἐν Α. Β. 19 «τοὺς μικροὺς τὰ σώματα ἀκάτια λέγουσιν.»
|lstext='''ἀκάτιον''': [ᾰκᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄκατος]], ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], ᾧ ἐχρῶντο πειραταί, Λατ. actuaria, Θουκ. 1. 29., 4. 67., Πολύβ., κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἱστίου, τὸ ὁποῖον μετεχειρίζοντο, ἢ ὡς ἰδιαίτερον [[ἱστίον]] κεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ μεγάλου, τοῦ τετραγώνου (μέγα [[ἱστίον]], [[ὀθόνη]]), ἢ προσέθετον αὐτὸ ἐν καιρῷ οὐρίου ἀνέμου εἰς τὸ μέγα [[ἴσως]] [[ἱστίον]] ἀπὸ τῆς πρῴρας [[μέχρι]] τοῦ ἱστοῦ διῆκον: πρβλ. [[δόλων]], ἐν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 27· ὁ Ἰφικράτης καταλείπει τὰ μεγάλα ἱστία, ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν [[πλέων]], καὶ ποιεῖται ὀλίγην χρῆσιν καὶ αὐτῶν ἔτι τῶν ἀκατίων, [[ὥστε]] φανερῶς [[ἐνταῦθα]] τὰ δύο [[ταῦτα]] ἱστία ἐχρησιμοποιοῦντο χωριστά. Ἀλλ’ ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Πλουτ. 2. 15D, [[ὅταν]] τις θέλῃ νὰ αὐξήσῃ τὴν ταχύτητα, [[ἀκάτιον]] ἀράμενος φεύγει, πρβλ. 1094D, [[ὥστε]] [[ἐνταῦθα]] τὰ ἀκάτια πρέπει νὰ ἐχρησίμευον ὡς προσθῆκαι εἰς τὰ συνήθη τετράγωνα ἱστία· καὶ ἐν Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 46· ὁ [[ἄνεμος]] ἐμπτίπτων τῇ ὀθόνῃ καὶ ἐμπιπλὰς τὰ ἀκάτια, τὰ δύο ἀναφέρονται ὡς [[ὁμοῦ]] ἐνεργοῦντα, πρβλ. Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 45: - παρ’ Ἐπικράτ. Ἄδηλ. 2 ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τοῦ [[ἀκάτιον]] ([[ἱστίον]] καὶ [[ποτήριον]]· ἴδε [[ἄκατος]] ΙΙ)· κατάβαλλε τἀκάτια, καὶ κυλίκια (;) αἴρου τὰ μείζω, ἄφες τὰ ποτηράκια (εἶχον δὲ [[ταῦτα]] [[σχῆμα]] πλοίου) καὶ πάρε τὰ μεγάλα. ΙΙΙ. [[εἶδος]] σανδαλίου γυναικείου, Πολυδ. 7. 93., Ἡσύχ. IV. μικρὸς [[ἄνθρωπος]], [[νᾶνος]], Φρύν. ἐν Α. Β. 19 «τοὺς μικροὺς τὰ σώματα ἀκάτια λέγουσιν.»
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> navire léger, barque de pêche, brigantin, <i>etc.</i><br /><b>2</b> voile auxiliaire (oblique <i>ou</i> latine) pour donner au navire toute sa vitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκατος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm