ἀλύσκω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0111.png Seite 111]] (vgl. [[ἀλεύω]]), praes. = zu entkommen suchen, Hom. nur Od. 22, 363. 382 ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν; – of taor., = entkommen, Iliad. 11, 476 τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσιν, Od. 3, 297 ἤλυξαν ὄλεθρον; 12, 335 ὅτε ἤλυξα ἑταίρους, als ich den Gefährten aus dem Gesichte gekommen war; 23, 328 ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; 10, 269 ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸνἶμαρ; 8, 353 [[χρέος]] καὶ δεσμὸν ἀλύξας; Iliad. 15, 287κῆρας ἀλύξας; θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας (-ξῃ, -ξαι) Od. 2, 352. 5, 387. 22, 66 Iliad. 21, 565; μή πως προτὶ [[ἄστυ]] ἀλύξῃ Iliad. 10, 348; αὐτὸς δ' εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς Od. 1, 113. 12, 140; ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι 12, 216; ohne Object Iliad. 8, 243 αὐτοὺς ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι, 22, 201 ἃς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ' ὃς ἀλύξαι, Od. 22, 460 [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, 5, 345 ὅθι τοι μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι, 4, 416 καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι; – fut. Iliad. 10, 371 [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον, Od. 17, 547 τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς [[θάνατος]] μνηστῆρσι γένοιτο πᾶσι μάλ', [[οὐδέ]] κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξοι, homerisch = ἀλύξειεν ἄν, wird wohl nicht entkommen, vgl. 19, 558 μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' [[ὄλεθρος]] πᾶσι μάλ', [[οὐδέ]] κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει, vgl. ἄν; – Pind. P. 8, 21; Tragg., sp. D.; mit dem gen., μόρου, θράσους. Soph. Ant. 484 El. 617; ἀλύξαι Theocr. 24, 68; ἔκ τινος Qu. Sm. 14, 399; – fut. med. λιμὸν ἀλύξεται Hes. O. 303. – Intrauf. umherirren Ap. Rh. 4, 57. In Prosa bloß Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0111.png Seite 111]] (vgl. [[ἀλεύω]]), praes. = zu entkommen suchen, Hom. nur Od. 22, 363. 382 ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν; – of taor., = entkommen, Iliad. 11, 476 τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσιν, Od. 3, 297 ἤλυξαν ὄλεθρον; 12, 335 ὅτε ἤλυξα ἑταίρους, als ich den Gefährten aus dem Gesichte gekommen war; 23, 328 ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; 10, 269 ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸνἶμαρ; 8, 353 [[χρέος]] καὶ δεσμὸν ἀλύξας; Iliad. 15, 287κῆρας ἀλύξας; θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας (-ξῃ, -ξαι) Od. 2, 352. 5, 387. 22, 66 Iliad. 21, 565; μή πως προτὶ [[ἄστυ]] ἀλύξῃ Iliad. 10, 348; αὐτὸς δ' εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς Od. 1, 113. 12, 140; ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι 12, 216; ohne Object Iliad. 8, 243 αὐτοὺς ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι, 22, 201 ἃς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ' ὃς ἀλύξαι, Od. 22, 460 [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, 5, 345 ὅθι τοι μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι, 4, 416 καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι; – fut. Iliad. 10, 371 [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον, Od. 17, 547 τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς [[θάνατος]] μνηστῆρσι γένοιτο πᾶσι μάλ', [[οὐδέ]] κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξοι, homerisch = ἀλύξειεν ἄν, wird wohl nicht entkommen, vgl. 19, 558 μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' [[ὄλεθρος]] πᾶσι μάλ', [[οὐδέ]] κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει, vgl. ἄν; – Pind. P. 8, 21; Tragg., sp. D.; mit dem gen., μόρου, θράσους. Soph. Ant. 484 El. 617; ἀλύξαι Theocr. 24, 68; ἔκ τινος Qu. Sm. 14, 399; – fut. med. λιμὸν ἀλύξεται Hes. O. 303. – Intrauf. umherirren Ap. Rh. 4, 57. In Prosa bloß Philostr.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]] <i>et</i> ἀλύξομαι, <i>ao.</i> [[ἤλυξα]], <i>pf. inus.</i><br />chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύσκω''': Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. [[ἤλυξα]], Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε [[ἐξαλύσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, [[ἀποφεύγω]] τι, [[ἀποκλίνω]], ἀποχωρῶ, [[ἐγκαταλείπω]]· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ [[φεύγω]], μετὰ γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., [[διαφεύγω]], σῴζομαι· [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: [[προτὶ]] ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι [[ἀνήσυχος]], πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.
|lstext='''ἀλύσκω''': Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. [[ἤλυξα]], Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε [[ἐξαλύσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, [[ἀποφεύγω]] τι, [[ἀποκλίνω]], ἀποχωρῶ, [[ἐγκαταλείπω]]· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ [[φεύγω]], μετὰ γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., [[διαφεύγω]], σῴζομαι· [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: [[προτὶ]] ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι [[ἀνήσυχος]], πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]] <i>et</i> ἀλύξομαι, <i>ao.</i> [[ἤλυξα]], <i>pf. inus.</i><br />chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth