3,274,125
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' [[ἀμνίον]] εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse [[αἱμνίον]] schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] τό, 1) die Schaale, mit der das Opferblut aufgefangen wird, Hom. einmal, Od. 3, 444 Περσεὺς δ' [[ἀμνίον]] εἶχε, hielt die Blutschaale; Zenodot hatte in seinem nach dem Alphabet geordneten Glossarium das Wort unter Δ, schrieb also (ohne Accent) δαμνιον, s. Scholl.; Apollodor meinte, man müsse [[αἱμνίον]] schreiben, ibid. – 2) die erste Haut, welche die Leibesfrucht umgiebt, Schaafhaut, Poll. 2, 223. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase pour le sang des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνίον''': (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ [[χιτών]], «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν [[ἔνδοθεν]] λεπτότερον [[ὄντα]] καὶ μαλακώτερον [[ἀμνίον]] Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀμνεῖος]] [[χιτών]]: πρβλ. [[πωλίον]] ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀμνός]], «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου. | |lstext='''ἀμνίον''': (οὐχὶ τόσον ὀρθῶς ἄμνιον), [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ ἐδέχοντο τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων, Ὀδ. Γ. 444 2) ὁ περικείμενος τῷ ἐμβρύῳ [[χιτών]], «δύο δὲ περὶ τῷ ἐμβρύῳ χιτῶνές εἰσιν, ὧν τὸν μὲν [[ἔνδοθεν]] λεπτότερον [[ὄντα]] καὶ μαλακώτερον [[ἀμνίον]] Ἐμπεδοκλῆς καλεῖ…» Πολυδ. Β. 223: ― [[ὡσαύτως]] [[ἀμνεῖος]] [[χιτών]]: πρβλ. [[πωλίον]] ΙΙ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[ἀμνός]], «ἀρνάκι», Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 2: ἀλλ’ ἐν Ἐτυμ. Μ. 146. 25 λέγονται τὰ ἑξῆς: «ἄμνιος σημαίνει τὸν ἀμνὸν καὶ διὰ τοῦ ῑ γράφεται καὶ προπαροξύνεται: ὡς παρ’ Ἑρμίππῳ κτλ.»· ἐν Α. Β. 792 γράφεται ἀμνεῖον διὰ διφθόγγου. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |