ἀλθαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀλθανῶ <i>ou</i> ἀλθήσω, <i>ao.</i> ἤλθησα;<br />guérir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλθαίνομαι guérir <i>intr.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἀλθ, faire croître, cf. [[ἀλδήσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλθαίνω''': θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, [[αὐτόθι]] 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ [[ἕλκος]] ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο [[χείρ]], Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[κάλλιον]] ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: [[μέσος]] δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ [[ἄχθομαι]]): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. [[ἄλθεξις]]. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh ([[θάλλω]], ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).
|lstext='''ἀλθαίνω''': θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, [[αὐτόθι]] 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ [[ἕλκος]] ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο [[χείρ]], Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[κάλλιον]] ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: [[μέσος]] δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ [[ἄχθομαι]]): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. [[ἄλθεξις]]. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh ([[θάλλω]], ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀλθανῶ <i>ou</i> ἀλθήσω, <i>ao.</i> ἤλθησα;<br />guérir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλθαίνομαι guérir <i>intr.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἀλθ, faire croître, cf. [[ἀλδήσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml