ἀμνός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0126.png Seite 126]] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />agneau ; ἡ [[ἀμνός]] agneau femelle, agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> agnus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
|lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />agneau ; ἡ [[ἀμνός]] agneau femelle, agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> agnus.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer