ἀμαθύνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140.
|dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ou ao.</i><br />réduire en poussière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμᾰθύνω''': [ῡ] ([[ἄμαθος]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι [[ἰσόπεδον]] τῇ ἄμμῳ ἢ [[μεταβάλλω]] τι εἰς κόνιν, [[χῶμα]], παντελῶς [[καταστρέφω]]· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ [[ἴχνος]] τοῦ πράγματος, [[ὁμαλίζω]], κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
|lstext='''ἀμᾰθύνω''': [ῡ] ([[ἄμαθος]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι [[ἰσόπεδον]] τῇ ἄμμῳ ἢ [[μεταβάλλω]] τι εἰς κόνιν, [[χῶμα]], παντελῶς [[καταστρέφω]]· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ [[ἴχνος]] τοῦ πράγματος, [[ὁμαλίζω]], κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. ou ao.</i><br />réduire en poussière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth