ἀνακτάομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; [[ἀρχήν]], τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo θεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, θεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0194.png Seite 194]] 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; [[ἀρχήν]], τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo θεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, θεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ.
|lstext='''ἀνακτάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: πρκμ. ἀνέκτημαι, Σοφ. Ἀποσπ. 328: ἀποθ.: - ἀνακτῶμαι δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], τυραννίδα ἀρχὴν ἀν. [[ὀπίσω]] Ἡρόδ. 1. 61., 3. 73· Ἄργος ἐς ἑωυτούς ἀν. 6. 83· [[δῶμα]] πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 237· ἀν. τινί τι Διόδ. 16. 14: - διορθώνω, ἐπανορθώνω, ἐλαττώσεις Πολύβ. 10. 33, 4. 2) [[ἀναψύχω]], ἀναζωογονῶ, σώματα, ψυχὰς ὁ αὐτ. 3. 60. 7., 87. 3: ἀνακτ. ἑαυτόν, Λατ. recolligere vires, Βαλκ. Ἀδων. 365Β. 3) ἀποκαθίστημί τι εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Λατ. restituere in integrum, τοὺς ἐπταικότας Δίων Κ. 44. 47: [[ἐπισκευάζω]], ναοὺς ὁ αὐτ. 53. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κερδαίνω]] τὴν εὔνοιάν τινος ἢ τὴν φιλίαν, ἑλκύω τινὰ εἰς τὸ [[μέρος]] μου, Ἡρόδ. 1. 50, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], φίλον ἀν. τινὰ [[αὐτόθι]] 2. 2, 10 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) gagner en attirant à soi, se concilier : τινα <i>ou</i> φίλον τινά qqn pour ami;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) regagner pour soi-même, recouvrer (le pouvoir, la royauté, <i>etc.</i>) ; [[ἐς]] ἑωυτόν HDT ramener à soi (par la violence), reprendre possession.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κτάομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm