ἀμφιπίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0142.png Seite 142]] (s. [[πίπτω]]), um jemand herfallen, ihn umarmen, πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od. 8, 523; στόμασι Soph. Tr. 934; Pind. Λοκρῶν [[ἔθνος]] ἀμφέπεσον, mit Liebe umfassen, Ol. 11, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0142.png Seite 142]] (s. [[πίπτω]]), um jemand herfallen, ihn umarmen, πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od. 8, 523; στόμασι Soph. Tr. 934; Pind. Λοκρῶν [[ἔθνος]] ἀμφέπεσον, mit Liebe umfassen, Ol. 11, 98.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[ἀμφέπεσον]];<br />se jeter autour de, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιπίπτω''': [[ἐπιπίπτω]] καὶ περιπτύσσομαι θερμῶς, [[ἐναγκαλίζομαι]] μετὰ ζέσεως, μετ’ αἰτ., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Ὀδ. Θ. 523· οὕτω (κατὰ ποιητ. τύπον) ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ Εὐρ. Ἱκ. 278· μετὰ δοτ. ἀμφιπίπτων στόμασιν (= χείλεσιν), καταφιλῶν τὰ χείλη (αὐτῆς), Σοφ. Τρ. 938: - μεταφ., ὡς τὸ Λατ. amplector, [[ἀσπάζομαι]], [[χαιρετίζω]], κλυτὸν [[ἔθνος]] Λοκρῶν ἀμφεπέσον μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων, περιεπτυξάμην (ἐν τῇ ᾠδῇ μου) τὸ κλυτὸν [[ἔθνος]] τῶν Λοκρῶν περιρραίνων τὴν εὔανδρον πόλιν διὰ μέλιτος, Πινδ. Ο 10 (11.) 118.
|lstext='''ἀμφιπίπτω''': [[ἐπιπίπτω]] καὶ περιπτύσσομαι θερμῶς, [[ἐναγκαλίζομαι]] μετὰ ζέσεως, μετ’ αἰτ., φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Ὀδ. Θ. 523· οὕτω (κατὰ ποιητ. τύπον) ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ Εὐρ. Ἱκ. 278· μετὰ δοτ. ἀμφιπίπτων στόμασιν (= χείλεσιν), καταφιλῶν τὰ χείλη (αὐτῆς), Σοφ. Τρ. 938: - μεταφ., ὡς τὸ Λατ. amplector, [[ἀσπάζομαι]], [[χαιρετίζω]], κλυτὸν [[ἔθνος]] Λοκρῶν ἀμφεπέσον μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων, περιεπτυξάμην (ἐν τῇ ᾠδῇ μου) τὸ κλυτὸν [[ἔθνος]] τῶν Λοκρῶν περιρραίνων τὴν εὔανδρον πόλιν διὰ μέλιτος, Πινδ. Ο 10 (11.) 118.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[ἀμφέπεσον]];<br />se jeter autour de, embrasser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth